Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γαμήσω

См. также в других словарях:

  • γαμήσω — γαμέω D Deor. aor subj act 1st sg γαμέω D Deor. aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Fred Kavli — (Greek: Φρεντ Καυλί , galanom αν το αλλάξεις θα σε γαμήσω ξέρω ποιος είσαι), b. 1927, is a naturalized American physicist, business leader, inventor and philanthropist. He was born in the village of Eresfjord, Nesset municipality in Møre og… …   Wikipedia

  • γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»