-
1 τραγωδούς
-
2 τραγῳδούς
-
3 τραγῳδός
A member of the tragic chorus,εἴ τις τ. φησιν ὀρχεῖσθαι καλῶς Ar.V. 1498
, cf. 1505: usu. in pl., (lvr.);τοῖς χοροῖσι τῶν τ. Id.Av. 787
(troch.); τ. καὶ χοροί dub. l. in Th. 391 (v. τραγῳδικός); χορηγὸς τραγῳδῶν D.21.59
;τραγῳδοὺς καταλέγειν IG12.187.9
; τραγῳδῶν (sc. ἐνίκα χορὸς οὗ) Περικλῆς Χολαργεὺς ἐχορήγει ib.22.2318.9; παλαιὸν δρᾶμα πρῶτον παρεδίδαξαν οἱ τ. ib. 203;Ἀριφράδης τοὺς τ. ἐκωμῴδει, ὅτι ἅ οὐδεὶς ἂν εἴποι ἐν τῇ διαλέκτῳ, τούτοις χρῶνται Arist.Po. 1458b32
;τοῖς δὲ τ. ἕτερος σεμνὸς πᾶσιν λόγος ἄλλος ὅδ' ἐστίν Crates Com.24
;ὡς οἱ τ. φασιν οἷς ἐξουσία ἔστιν λέγειν ἅπαντα καὶ ποιεῖν μόνοις Diph.30.4
.2 pl. also, = tragedy or a performance of tragedy, ἐν τοῖσι τ. on the tragic stage, Ar.Av. 512;τραγῳδοῖς Aeschin.3.36
;οὐδὲ.. ὑποκριταὶ κωμῳδοῖς τε καὶ τραγῳδοῖς οἱ αὐτοί Pl.R. 395a
;τεθέασαι τραγῳδούς Men.Epit. 108
;χορηγεῖν τραγῳδοῖς Is.6.60
;οἱ ἐν ἄστει τ. Aeschin.3.41
, cf. 154; καινοῖς τραγῳδοῖς at the performance of new tragedies, IG22.956.34, 1028, Docum. ap. D.18.54, cf. Aeschin.3.34;θεωμένων καινοὺς τ. Ἀθηναίων Plu.Phoc.19
;νενικηκὼς τραγῳδοῖς And.4.42
, cf. Thphr.Char. 22.2;Διονυσίων τραγῳδοῖς Supp.Epigr.1.362.29
(Samos, iv B. C.); Διονυσίων ᾗ τραγῳδοί on the day of the Dionysia on which there is a tragic performance, IG12(8).640 (Peparethus, ii B. C.); τραγῳδῶν τῷ ἀγῶνι ib.12(5).1341 (Paros, iii B. C.), 22.1214; τραγῳδῶν τῷ ἀγῶνι τῷ καινῷ ib.682.76;τραγῳδὸς ἦν ἀγὼν Διονύσια Men.873
(fort. τραγῳδῶν or - δοῖς); τοὺς γὰρ τραγῳδοὺς πρῶτον, εἰ βούλει, σκόπει ὡς ὠφελοῦσι πάντας Timocl.6.8
;εἰς τοὺς τραγῳδοὺς εὔθετ', οὐκ εἰς τὸν βίον Philem.105
.II performer (actor and singer) of tragedy,ἡ τῶν τ. ἐν τῇ σκευῇ πρὸς ἀλλήλους ὁμιλία Arist. Oec. 1344a21
;ὑπεκρίθησαν τ. μὲν Θεσσαλὸς κτλ. Chares 4
J., cf. Plu.2.334d;Νεοπτόλεμος ὁ τ. D.S. 16.92
, cf. IG22.1132.39 (Delph., iii B. C.);Αἰσώπῳ τῷ τ. Plu. Cic.5
;οἵδε ἐπεδείξαντο τῷ θεῷ.. · τραγῳδοί· Θεόδωρος Μεγαρεύς, Φιλοκλείδης Χαλκιδεύς IG11(2).105.17
(Delos, iii B. C.);ὡς οἱκακοὶ τ. μόνοι ᾆσαι οὐ δύνανται ἀλλὰ μετὰ πολλῶν Arr.Epict.3.14.1
;οἱ τ. χοροῦ δέονται φίλων συνᾳδόντων Plu.2.63a
;ἐπειδὴ Νίκων.. τ... ἀξιὠθεὶς ἐπέδωκε τῷ θεῷ ἁμέραν καὶ ἀγωνίξατο.. · καλέσαι.. αὐτὸν καὶ τοὺς μετ' αὐτοῦ τοὺς ἄρχοντας καὶ ἐν τὸ πρυτανεῖον SIG659.3
(Delph., ii B. C.), cf. 424.42 (Delph., iii B. C.), al., OGI51.47 (Egypt, iii B. C.), IG7.3196.19 (Orchom. [dialect] Boeot.), D.Chr.33.8, Luc.Nav.46, Anach.23, Hist.Conscr.1, 22, M.Ant.3.8; τραγῳδούς miswritten for - δός in SIG509.12 (Delph., iii B. C.), and perh. in IG7.1773.21 ([place name] Thespiae).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγῳδός
-
4 εὔθετος
A well-arranged, conveniently placed,ὀστέα Hp. Off.15
: [comp] Comp. - ώτερος Id.Fract.4; ἐν εὐ. τόπῳ in a suitable place, Ἀρχ.Δελτ.7.200 ([place name] Ephesus). b. of the ashes of a corpse, easily stowed, A. Ag. 444 (lyr.); so of the corpse, laid out for burial (cf. εὐθετέω), Supp.Epigr.1.449 (Phrygia, iii A. D.); εὔ. σάκος, ἀρβύλαι, well-fitting, ready for use, A.Th. 642 (Sch., εὔκυκλον cod. [voice] Med.), Fr. 259;εὔ. εἴς τι D.S.2.57
;πρός τι Id.5.37
; εὔθετόν ἐστι c. inf., it is convenient.., Id.21.21; καιρὸς εὔ. LXX Ps.31(32).6, D.S.5.57.2 of persons, well-adapted,εἰς τοὺς τραγῳδοὺς εὔ., οὐκ εἰς τὸν βίον Philem. 105.5
; εἰς, πρὸς φιλίαν, Phld.Ir.p.46 W., Lib.p.45 O.;εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ Ev.Luc.9.62
; πράγματι for a business, Nicol. ap. Stob.3.1.40;πρός τι Plb.25.3.6
, etc.; quick, able, κατὰ τὰς ἐντεύξεις τοῖς ὄχλοις εὔ. D.S.33.22: abs., fit and proper persons,PTeb.
27.44 (ii B.C.), etc. Adv. - τως, ἔχειν Hp. Fract.23
;πρός τι D.S.33.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔθετος
-
5 κωμῳδέω
A treat after the manner of κωμῳδοί: hence, satirize, lampoon, ridicule,κωμῳδεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν Ar.Ach. 631
, cf. Pl.R. 395e, 452d, Ael.VH13.43, etc.;κ. τοὺς τραγῳδούς Arist.Po. 1458b32
;κ. τινὰ ἐπί τινι Ath.8.344e
, cf. Sch.Ar.V.42: abs., Ar.Pl. 557:—[voice] Pass., Id.V. 1026, Ra. 368, Plu.2.712a, etc.; μὴ κωμῳδεῖσθαι ὀνομαστί τινα Sch.Ar.Av. 1297; τὸ κοινὸν καὶ κεκωμῳδημένον, of the parasites, Alex. 116.2; κεκωμῳδημένα made matter for comedy, Pl.Lg. 816d.2 κωμῳδεῖν τὰ δίκαια, = κωμῳδοῦντα εἰπεῖν τὰ δ., Ar.Ach. 655.3 generally, make fun of, ridicule, Lys.24.18.II to be aκωμῳδός 3
, write comedies, c. acc. cogn.,κ. κωμῳδίας Luc.Pisc.25
; write in a comedy (introducing a quotation), Phld.Vit.p.38 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωμῳδέω
См. также в других словарях:
τραγῳδούς — τραγῳδός member of the tragic chorus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek