Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κωμῳδός

См. также в других словарях:

  • κωμῳδός — singer in the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμωδός — ο (Α κωμῳδός) ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῑν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προκαλεί το γέλιο με διάφορα μέσα 2. αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • κωμωιδός — κωμῳδός singer in the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοί — κωμῳδός singer in the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδούς — κωμῳδός singer in the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδέ — κωμῳδός singer in the masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδῷ — κωμῳδός singer in the masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδόν — κωμῳδός singer in the masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμωδόγελως — κωμῳδόγελως, έλωτος, ό (Α) κωμωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + γέλως] …   Dictionary of Greek

  • Comedia — (Del lat. comoedia < gr. komoidia < komos, fiesta con bailes + ado, cantar.) ► sustantivo femenino 1 CINE, LITERATURA, TEATRO Obra dramática de tema ligero y desenlace feliz. 2 CINE, LITERATURA,TEATRO Obra dramática de cualquier género. 3… …   Enciclopedia Universal

  • άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»