-
41 лить
лью, льшь, παρελθ. χρ. лил, -лила, лило; προστκ. лей, παθ. μτχ. παρλβ. χρ. литый, βρ: лит-а, литоρ.δ.1. χύνω•лить воду χύνω νερό.
|| κερνώ•лить вино κερνώ κρασί.
|| μτφ. αναδίδω, σκορπώ• διαχέω•цветы льют ароматы τα λουλούδια σκορπούν ευωδιά.
2. ρέω, τρέχω, κυλώ•вода льёт из крана το νερό τρέχει, από την κάνουλίχ.
3. μ. φτιάχνω, κατασκευάζω•лить пушки χύνω κανόνια•
лить колокола χύνω καμπάνες.
εκφρ.лить слёзы – χύνω δάκρυα.1. χύνομαι.2. μτφ. αναδίδομαι, εκπέμπομαι,• διαχέομαι, διαδίδομαι. || (για ομιλία, λόγο) βγαίνω, ρέω. -
42 набить
-бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•
чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•
набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.
2. μπήγω, χτυπώ•набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•
набить сваи μπήγω πασσάλους.
3. βάζω, περνώ χτυπώντας•набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.
4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•
набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•
пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.
5. πατώ, κάνω συνεκτικό•путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.
6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.
|| ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.
8. σπάζω (πολλά)•набить посуды σπάζω πολλά σκεύη (ή πιατικά).
9. παρασύρω, ρίχνω•набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.
10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώεκφρ.набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•набить себе цену – επιδείχνομαι•набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.
-
43 неймётся
(μόνο 3 πρόσ. ενκ. ενστ.)ρ.δ. απρόσ. (απλ.) δεν ησυχάζω δε σταματώ•всё неймётся δε σταματά καθόλου•
ребёнку неймётся – всё бегает το παιδάκι δεν ησυχάζει, όλο τρέχει.
-
44 нейти
нейду, нейдёшьρ.δ. παλ. βλ. идти με το αρνητικό μόριο не•он нейдёт αυτός δεν έρχεται•
кровь нейдёт αίμα δεν πηγαίνει (δεν τρέχει).
-
45 очумелый
επ. (απλ.) παλαβός κουτός, ανόητος, χαζός•бежит как очумелый τρέχει σαν παλαβός•
очумелый человек χαζός άνθρωπος.
-
46 подтекать
ρ.δ.1. βλ. подтечь (1 σημ.).2. ρέω, τρέχω λίγο•бочка -ает το βαρέλι τρέχει λίγο.
-
47 рыскать
рыщу, рыщешь κ. -аю, -аешьρ.δ.1. τρέχω προς αναζήτηση•волк -ает ο λύκος τρέχει για αναζήτηση λείας•
собаки рыщут τα σκυλιά ψάχνουν θηράματα.
|| ερευνώ. || περιφέρομαι άσκοπα.2. (ναυτ.) παρεκκλίνω,ξεφεύγω, περιπλανιέμαι. -
48 сверху
επίρ.1. επάνω, από πάνω, από το επάνω μέρος (επιφανειακά). || επάνωθεν•масло испортилось только сверху το λίπος χάλασε μόνο πάνω-πάνω.
2. από πάνω, εκ των άνω•вода падает сверху το νερό τρέχει από πάνω•
вид сверху άποψη από πάνω•
смотреть сверху вниз κοιτάζω από πάνω προς τα κάτω.
3. πρόθ. (απλ.) ψηλότερος-сверху дерева ψηλότερος του δέντρου•сверху дома ψηλότερος από το σπίτι.
εκφρ.сверху вниз смотреть – βλέπω αφυψηλού (υπεροπτικά)•сверху донизу – από πάνω ως κάτω•провести линию донизу – τραβώ (σύρω) γραμμή από πάνω ως κάτω•установить централизм сверху донизу – καθιερώνω το συγκεντρωτισμό από πάνω ως κάτω (από το καθοδηγητικό κέντρο ως τη βάση). -
49 скороговорка
-и θ.1. γρήγορη ομιλία, ευγλωττια, ομιλητικότητα•говорить -ой μιλώ γρήγορα, τρέχει η γλώσσα μου.
2. λογοπαίγνιο, αστέ ιολογία. -
50 струна
-ы, πλθ. струны θ.1. χορδή (μουσικών οργάνων).πλθ. -ы οι μουσικοί φθόγγοι.2. τα ευαίσθητα σημεία•-ы сердца, души οι χορδές της καρδιάς, της ψυχής.
3. κάθε τι τεντωμένο (σχοινί, λωρ ί κλπ.).εκφρ.в -у ή -ой – α) τεντωμένος, κορδωμένος. β) ορμητικά, αστραπιαία (για ζώο που τρέχει)•держать в -е кого – κρατώ κάποιον σε αυστηρότητα• με αυστηρή επίβλεψη•тронуть (задеть) чувствительную ή больную -у кого – θίγω την ευαίσθητη χορδή κάποιου. -
51 течь
течь 1течёт, текут, παρλθ. χρ. тёк, текла, -ло, μτχ. ενστ. текущий, επιρ. μτχ. δεν έχειρ.δ.1. ρέω• τρέχω• πηγαίνω•река течт το ποτάμι ρέει•
слёзы текут δάκρυα πηγαίνουν•
кровь течт αίμα πηγαίνει (τρέχε ι).
|| πέφτω, χύνομαι (για κόκκους, λεπτά τεμάχια).2. στάζω, αδειάζω•бочка течт το βαρέλι τρέχει.
3. μτφ. κινούμαι μαζικά•на улице -ла толпа στο δρόμο ξεχύνονταν το πλήθος.
|| διαδέχομαι•рассуждение -ло за рассуждением η μια σκέψη διαδέχονταν την άλλη.
5. μτφ. περνώ, διαβαίνω, διαρρέω•время течт быстро ο καιρός περνά γρήγορα.
течь 2-и θ.1. εισροή, ροή, τρέξιμο.2. οπή ροής. -
52 διαυλόδρομος
A running the δίαυλος, IG7.1772 ([place name] Thespiae), Liv.Ann.3.146 ([place name] Thessaly): written [suff] δῐαυλοδρομ-αδρόμος CIG 2758 ([place name] Aphrodisias): metaph. of the cock, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει interpol. in Artem.4.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαυλόδρομος
-
53 δρωμᾷ
δρωμᾷ· τρέχει, and [full] δρωμίσσουσα· τρέχουσα, Id. -
54 κατατείνω
A : [tense] aor. - έτεινα (v. infr.):—stretch, draw tight,κατὰ δ' ἡνία τεῖνεν ὀπίσσω Il.3.261
, 311;κ. χαλινούς Hdt.4.72
; κ. τὰ ὅπλα draw the cables taut, Id.7.36;τὰ νεῦρα εἰς τὸ ἐξόπισθεν κ. Pl.Ti. 84e
.2 stretch for the purpose of setting a bone, Hp.Fract. 15:—also [voice] Med., ib.5:—[voice] Pass., μῦς κατατεταμένος ib.8.3 rack, torture, , cf. Ael. Fr. 176;κατατείνειν ταῖς κολάσεσι Id.Fr. 279
: metaph.,κ. τὴν ψυχήν Id.Fr.60
;κατέτεινέ με διηγούμενος Lib.Decl.33.25
;κατατείνεσθαι ὑπὸ ποδάγρας Phylarch.40
J., cf. AP11.128 (Poll.).4 stretch out or draw in a straight line, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, i.e. he marked out the ditches by drawing straight lines, Hdt.1.189; δόλιχον κ. τοῦ λόγου make a very long speech, Pl.Prt. 329b; μακρὸν λόγον, πολλοὺς καὶ μακροὺς ἐλέγχους, Phlp.in APr.262.10, in APo.243.19;φεύγουσι κατατείναντες τὴν κέρκον Arist.HA 629b35
:—[voice] Pass., extend throughout, Id.PA 650a29.5 [voice] Pass., to be tightly bound,ὑπὸ δεσμοῦ Plu.Luc.24
.6 stretch on the ground, lay at full length, [ὁ ἐλέφας] τοὺς φοίνικας κ. ἐπὶ τῆς γῆς Arist.HA 610a24
;κ. τινὰς ἐπὶ τοὔδαφος Plu. Publ.6
:—[voice] Pass., to be extended over a space, ; πρὸς γῆν πᾶν τὸ σῶμα ib. 92a;σκέλη ἐπὶ τῇ γῇ -τεταμένα Arist.IA 713a19
.7 metaph., strain, exert,κ. τὴν ῥώμην ὅλην Plb.21.34.7
(s. v.l.):—[voice] Pass., to be strained, μᾶλλον, ἧττον-τείνεσθαι, Pl.Ti. 63c, λόγοι κατατεινόμενοι words of hot contention, E.Hec. 130 (anap.);δρόμημα συνεχῶς -τεταμένον Arist.HA 629b19
; κ. τῷ προσώπῳ strain with the muscles of one's face, Plu.Ant.77; cf. infr. 11.2.II intr., extend or run straight towards,τάφρον -τείνουσαν ἐκ τῶν Ταυρικῶν ὀρέων ἐς τὴν Μαιῆτιν λίμνην Hdt.4.3
, cf. 9.15; γῆ κ. πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην it stretches westward up to.., Id.7.113, cf. 4.19, X.HG4.4.7: abs., extend,ταύτῃ κ. Hdt.8.31
.b extend downwards, Plu.2.566d.2 strive earnestly, be vehement, E.IA 336;ἰσχυρῶς κ. X.An.2.5.30
; opp. χαλάω, Pl.R. 329c; κ. ἡ ὀδύνη v.l. for κατακτείνειε in Hp.Fract.43, cf. Gal.6.311: freq. in [tense] aor. part. with adverb. sense, with all one's force or might,κατατείνας ἐρῶ Pl.R. 358d
, cf. 367b;ὁ λέων τρέχει κ. Arist.HA 629b18
;ᾠχόμην κ. Luc.Lex.3
;ὄρνεις κατατείνασαι ἐκπτήσονται Id.Sat.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατείνω
-
55 κρέας
κρέας, τό, [dialect] Dor. [full] κρῆς (q.v.), [dialect] Ep. [full] κρεῖας dub. cj. in Anan.5.3; [dialect] Att. gen.A ; Cret. ([place name] Vaxos): pl.κρέα IG12.84.26
, etc.; gen.κρεῶν Od.15.98
, Hdt.1.73, IG12.10.7, Ar.Ra. 191, etc.; [dialect] Ep.κρειῶν Il.11.551
, al., κρεάων [ᾰ] h.Merc. 130; dat.κρέασι Il.12.311
, κρέεσσι Orac. ap. Hdt.1.47, κρεάεσσι Epic.in Arch.Pap.7.4. [κρέᾰ Hom.
, E.Cyc. 126, Ar.V. 363, al., κρέ ) elided Od.3.65, 470, Ar.Th. 558,κρέᾱ Antiph.20
(s.v.l.).]:—flesh, meat, Od.8.477, etc.; ἄρνειον κ. piece of lamb, Pherecr.45, cf. Ar.Pl. 1137;ἐρίφειον Antiph.222.6
;τρία κρέα [ἢ] καὶ πλείω X.Cyr.2.2.2
;τέτταρα.. κρέα μικρά Antiph. 172.3
(anap.): pl., mostly in collect. sense, dressed meat, Od.3.65, etc.;κ. ἑφθά Hdt.3.23
; κ. ἀνάβραστα, ὠπτημένα, Ar.Ra. 553, Pl. 894;κ. ὀρνίθεια Id.Nu. 339
; ; ;δαῖτα παιδείων κρεῶν A.Ag. 1242
, 1593; κ. Ἀθηναίοις μερίζειν, νέμειν τῷ δήμῳ, IG22.334.15, 24.2 carcass: hence, body, person, τοῦδε τοῦ κρέως (i.e. ἐμοῦ) S.l.c. (satyric): in Com. addresses, like κάρα, ὦ δεξιώτατον κρέας Ar.Eq. 421, cf. 457: prov., ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν [δρόμον] τρέχει 'to save one's bacon', Zen.4.85, cf. Plu.2.1087b; so , v. Sch. ( κρεϝας, cf. Skt. krauís 'raw meat', Lat. cruor.) -
56 πνέω
πνέω, poet. πνείω as always in Hom. exc. Od.5.469: [tense] fut. πνεύσομαι ([etym.] ἐκ-) E.HF 886 (lyr.), ([etym.] ἐμ-) Id.Andr. 555, ([etym.] παρα-) Hp.Mul.2.133; alsoAπνευσοῦμαι Ar.Ra. 1221
, Arist.Mete. 367a13, Thphr.Sign.34, Palaeph.17;πνεύσω Thphr.Sign.32
, LXXPs.147.7(18), Si.43.20, Gp. 1.12.34, AP9.112 (Antip.Thess.), ([etym.] ἀνα-) Q.S.13.516 ( συμ-πνευσόντων is f.l. in D.18.169): [tense] aor. 1 , Hdt.2.20, etc., ([etym.] ἐν-) Il.17.456, ([etym.] ἀν-) S.Aj. 274: [tense] pf. πέπνευκα ([etym.] ἐπι-) Pl.Phdr. 262d, ([etym.] ἐκ-) Arist.Pr. 904a1:—[voice] Pass., [tense] fut. πνευσθήσομαι ([etym.] δια-) Aret.CA1.1: [tense] aor. ἐπνεύσθην ([etym.] δι-) Thphr.HP5.5.6, etc.—Hom. and early Prose writers use the simple Verb only in [tense] pres. and [tense] impf., to which Trag. add [tense] fut. and [tense] aor. 1 [voice] Act.—For the form ἄμπνυε, v. ἀναπνέω; for ἀμπνύνθη, -πνυτο, v. ἄμπνυτο; and for [tense] pf. [voice] Pass. πέπνῡμαι, part. πεπνῡμένος, v. πέπνυμαι.—Like other disyll. Verbs in -έω, this Verb contracts only εε, εει; but ἐκπνέων is disyll. in A.Ag. 1493, 1517 (both lyr.):—blow, of wind and air,οὐδέ ποτ' οὖροι πνείοντες φαίνονθ' Od.4.361
; ;ἐτησίαι.. οὐκ ἔπνευσαν Hdt.2.20
, etc.; τῷ πνέοντι (sc. ἀνέμῳ or πνεύματι) Luc. Cont.3; ἡ πνέουσα (sc. αὔρα) Act.Ap.27.40; also of a flute-player,μέγα πνέων Poll.4.72
; and of the flutes themselves,αὐλοὺς ἡδὺ πνέοντας AP6.254
(Myrin.); πνεῖται flutes are sounding, Mnesim.4.57 (anap.).II breathe, send forth an odour,ἀμβροσίη.. ἡδὺ πνείουσα Od.4.446
; π. εὐῶδες, δυσῶδες, Poll.2.75, etc.: abs., Dsc.3.80.2 c. acc., breathe out, send forth,Ζεφύρου πνείοντος ἐέρσην Call.Ap. 82
.3 c. gen., breathe or smell of a thing,οὐ μύρου πνέον S.Fr. 565
;τράγου π. AP11.240
(Lucill.);μόγοιο Q.S.6.164
;λύθρου καὶ αἵματος Id.5.120
( ἐπιπν- codd.): rarely c. dat.,μύροισι π.
smell with..,AP
5.199: freq. metaph., breathe, be redolent of,Χαρίτων πνείοντα μέλη Simon.184.3
;ὄμματα.. πόθου πνείοντα AP5.258
(Paul. Sil.); φόνου π. cj. in Tryph.505;αὐθαδείας πολὺς ἔπνει D.H.7.51
.IV generally, draw breath, breathe: hence, live, Il.17.447; οἱ πνέοντες, = οἱ ζῶντες, S.Tr. 1160;ὄλβος ἀεὶ πνεῖ Simm.25.12
;ἥμισύ μευ ψυχῆς ἔτι τὸ πνέον Call.Epigr.42
.V metaph., c. acc. cogn., breathe forth, μένεα πνείοντες breathing spirit, epith. of warriors, Il.2.536,3.8, 11.508, etc.; soπῦρ π. Hes.Th. 319
, Pi. Fr. 146;φόνον δόμοι πνέουσιν A.Ag. 1309
;κότον πνέων Id.Ch.34
(lyr.), cf. 951 (lyr.);φρενὸς πνέων τροπαίαν Id.Ag. 219
(lyr.); Ἄρη πνεόντων ib. 376 (lyr.); πνέων χάριν τινί ib. 1206;πῦρ πνειόντων.. ἄστρων S.Ant. 1146
(lyr.);πῦρ π. καὶ φόνον E.IT 288
; : paratrag. in Com.,πνέοντας δόρυ καὶ λόγχας Ar.Ra. 1016
; τρέχει τις Ἀλφειὸν πνέων, of a swift runner, Id.Av. 1121, etc.; and in a rhetorical passage,οἱ πῦρ πνέοντες, οἱ νενικηκότες Λακεδαιμονίους X.HG7.5.12
.2 with neut. Adjs. or Prons., πνέοντες μεγάλα giving themselves airs, E.Andr. 189; τόσονδ' ἔπνευσας ib. 327;κενεὰ πνεύσαις Pi.O.10(11).93
;χαμηλὰ πνέων Id.P.11.30
: abs., ὑπὲρ σακέων πνείοντες breathing over their shields, i. e. unable to repress their rage for war, Hes.Sc. 24;θρασείᾳ πνέων καρδίᾳ Pi.P.10.44
: with nom.,Ἄρης.. μέγας πνέων E.Rh. 323
;πολὺς ἔπνει καὶ λαμπρός D.25.57
;οὗτος.. καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ Ar.Eq. 437
; ᾧ σὺ μὴ πνεύσῃς ἐνδέξιος on whom thou breathest not favourably, Call.Epigr.10.3. -
57 τρέχω
τρέχω, Od.9.386, etc.: [tense] fut. θρέξομαι ([etym.] ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), ([etym.] μετα-) Id. Pax 261, ([etym.] περῖ) Id.Ra. 193; θρέξω only in Lyc.108; butAἀπο-θρέξεις Pl.Com.232
: [tense] aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual [tense] fut. and [tense] aor. come from the root δραμ-, viz. , X.An. 7.3.45, etc.; [dialect] Ion.δραμέομαι Hdt.8.102
; late ; butὑπερ-δραμῶ Philetaer.3
(dub. l.); δράμομαι in compd.ἀναδράμεται AP 9.575
(Phil.): [tense] aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf. δεδράμηκα [pron. full] [ᾰ] Philem. 38, Men.741, ([etym.] ἀνα-) Hdt.8.55, ([etym.] κατα-) X.HG4.7.6, ([etym.] περι-) Pl.Clit. 410a, ([etym.] συν-) D.17.9: [tense] plpf. ἐδεδραμήκεσαν ([etym.] κατ-) Th.8.92: poet. [tense] pf. δέδρομα ([etym.] ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—[voice] Pass., [tense] pf. δεδράμημαι ([etym.] ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has [tense] pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599, 602, [dialect] Ion. Iterat. θρέξασκον ( ἔθρεξα was also old [dialect] Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA 1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), ([etym.] περι-) Ar.Th. 657); but the common [tense] aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—[dialect] Dor. [full] τράχω [pron. full] [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: [tense] fut.θραξοῦμαι Hsch.
:—run, of men,ἰθὺς δράμε Od.23.207
, etc.;θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599
;τρέχει Ὅρκος ἅμα.. δίκῃσιν Hes. Op. 219
;ᾤχεο τρέχων Epich.37
, 110 ( τράχων cf. Ahrens);βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg. 468a
; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30;τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37
: of horses, Il.23.393, 520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out.. ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R. 327b; v. infr. 2.2 of things, move quickly,τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386
, cf. Il.14.413;ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856
;πόλιν.. ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj. 1083
; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32;ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε.. σταγών A.Ag. 1121
(lyr.); having run its course,S.
Aj. 731; πυρετὸς.. ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12.3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58.II c. acc. loci, run over,ῥόθια πεδία E.Hel. 1117
(lyr.);ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1
:—in [dialect] Att. Prose θέω seems to be more freq. in the [tense] pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18.2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El. 883, 954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc. 489, cf. IA 1455;ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or. 878
; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102;κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47
; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4;ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3
: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆςψυχῆς Id.9.37
;φόνου πέρι E.El. 1264
; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 ( ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2,δρόμος 1.2
, κρέας fin.3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5,τριάζω 1
. -
58 δραμεῖν
Grammatical information: v.Meaning: `run' (Il.)Other forms: Aor. (Il.), fut. δραμοῦμαι (Ion.-Att.), perf. δέδρομα (Od.), δεδρόμᾱκα (Sapph.; s. below), δεδράμηκα (Ion.-Att.); aor. to τρέχω.Derivatives: δρόμος with δρομή (Hdn.), δράμημα `run' (Hdt.), also δρόμημα ( APl.). - Deverbat. δρομάασκε (Hes. Fr. 117 v. l.); δρομήσασα (Vett. Val.); ὑποδεδρόμᾱκε (Sapph.; or Aeolic zero grade?), δρομάσσειν τρέχειν H.; also δρωμᾳ̃ τρέχει and δρωμίσσουσα τρέχουσα H.; see Schwyzer 718f.Etymology: The aorist- and perfect stem δραμ-, δρομ- beside δρᾱ- in ἔ-δρᾱ-ν etc. (s. ἀπο-διδράσκω) like the presentstem βαν- \< *βαμ- in βαίνω to βᾱ- in ἔ-βη-ν. Outside Greek Skt. pres. dramati (Gramm.), intens. dan-dram-yate `run'; very uncertain however OE trem `footstep' and related Germ. words (Pok. 204f.). So we have IE * drem-: dreh₂- like guem-: gueh₂-; see βαίνω. A third variant is seen in Skt. drávati `run'. - As present of δραμεῖν Greek has τρέχειν; on the aspect see Benveniste Origines 120.Page in Frisk: 1,414-415Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δραμεῖν
-
59 γένεσις
γένεσις, εως, ἡ (Hom.+)① the term is used in Gk. lit. of ancestry as point of origin (e.g. Diod S 17, 51, 3; 17, 108, 3 of Alexander ἡ ἐξ Ἄμμωνος γ.; Orig., C. Cels. 8, 57, 27; Did., Gen. 24, 1), but also of one’s coming into being at a specific moment, birth (Diod S 2, 5, 1; 4, 39, 2; IPriene 105, 48; OGI 56, 25; O. Wilck II, 1601, 1; Gen 40:20; Hos 2:5; Eccl 7:1 v.l.; PsSol 3:9; Jos., Ant. 2, 215; 234; Orig., C. Cels. 1, 57, 19; Did., Gen. 118, 11) Mt 1:18, with special ref. to circumstances under which the birth took place (s. γέννησις.—The superscription here has a counterpart in the subscription of the infancy narrative of Pythagoras in Iambl., Vi. Pyth. 2, 8: περὶ τῆς γενέσεως τοσαῦτο.—Arrian, Anab. answers the question [7, 29, 3] whether Alex. rightly ἐς θεὸν τὴν γένεσιν τὴν αὑτοῦ ἀνέφερεν with the reflection [7, 30, 2] οὐδὲ ἐμοὶ ἔξω τοῦ θείου φῦναι ἂν δοκεῖ ἀνὴρ οὐδενὶ ἄλλῳ ἀνθρώπων ἐοικώς=it seems to me that a man who is different from all other men could not have come into being apart from divinity); Lk 1:14 (γεννήσει v.l.). As book title (in LXX; Mel., HE 4, 26, 4; Just.) Γένεσις Μαρίας GJs, so also in the subscr.ⓐ existence (Pla., Phdr. 252d τ. πρώτην γένεσιν βιοτεύειν; Ps.-Aristid., Ἀπελλᾷ γενεθλιακός 30, 27 Keil; POxy 120, 8; PGM 13, 612; Jdth 12:18; Wsd 7:5) πρόσωπον τῆς γ. αὐτοῦ his natural face (i.e. the way he has turned out to be, the way he really looks; s. γίνομαι) Js 1:23.ⓑ life, human experience ὁ τροχὸς τῆς γενέσεως Js 3:6 was used in the Orphic mysteries w. the mng. ‘wheel of human origin’ (Simplicius on Aristot., De Caelo 2 p. 377 Heiberg ἐν τῷ τῆς εἱμαρμένης τε καὶ γενέσεως τροχῷ οὗπερ ἀδύνατον ἀπαλλαγῆναι κατὰ τὸν Ὀρφέα, s. ERohde, Psyche3 II 130f). In Js it seems to have lost its orig. mng. and to signify course of life, whole of life (cp. Anacreontea 32, 7f Preis.: τροχὸς ἅρματος γὰρ οἷα βίοτος τρέχει κυλισθείς).—For lit. s. τροχός.③ an account of someone’s life, history, life. The expr. βίβλος γενέσεως Mt 1:1 is fr. the OT: Gen 2:4; 5:1; in the former of these two pass. it = history of the origin (cp. Diod S 1, 10, 3 ἡ γ. τῶν ἀνθρώπων; schol. on Apollon. Rhod. 3, 1–5a … δύο ἱστοροῦνται γενέσεις Μουσῶν=there are two accounts given of the origin of the Muses), which some consider a fitting heading for Mt 1; Zahn ad loc. regards the expr. as constituting the superscription of the whole gospel: Book of the History. But if the phrase applies to vv. 1–17, the term γ. refers to④ persons of successive generations forming an ancestral line, lineage, family line, which describes the contents of Mt 1:1–17.—JLindblom: Teologiska Studier for EStave 1922, 102–9; OEissfeldt, ‘Toledot’, in Studien zum NT u. zur Patristik ’61, 1–8.—DELG s.v. γίγνομαι p. 223. M-M. TW. Sv.
См. также в других словарях:
τρέχει — τρέχω run pres ind mp 2nd sg τρέχω run pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΤΑ ΖΩΙΑ ΤΡΕΧΕΙ — Τὰ ζῷα τρέχει Τὰ ζῷα τρέχει (Tà zōia trékhei) est une phrase en grec ancien signifiant littéralement « les animaux courent ». Elle illustre la règle du même nom qui indique qu un verbe ayant pour sujet un nom au neutre pluriel se… … Wikipédia en Français
Τὰ ζῷα τρέχει — Article principal : Grec ancien. Τὰ ζῷα τρέχει (Tà zỗia trékhei) est une phrase en grec ancien signifiant littéralement « Les animaux courent ». Elle illustre une règle qui indique qu un verbe ayant pour sujet un nom au neutre… … Wikipédia en Français
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
Λοΐζου, Μάρω — (Αθήνα 1940 –). Λογοτέχνης. Δραστηριοποιήθηκε νωρίς, σε συνεργασία με άλλους πρωτοπόρους λογοτέχνες της γενιάς της, για την καταπολέμηση της κοινωνικής αδικίας, με διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με την παιδική… … Dictionary of Greek
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek
τρέχω — έτρεξα και έδραμα 1. προχωρώ γρήγορα, πηγαίνω τρεχάλα: Τρέξε να τον προλάβεις. 2. βιάζομαι, προχωρώ γρηγορότερα από το συνηθισμένο: Το ρολόι μου τρέχει. 3. περιφέρομαι άσκοπα: Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου; (Αρ. Βαλαωρίτης).… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
Nikos Mihas — Origin Athens, Greece Genres Rock, Pop rock, Alternative rock Occupations Singer, Guitarist Instruments Vocals, Guitar … Wikipedia
εύτροχος — εὔτροχος, ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, ον (Α) μσν. αυτός που κινείται ελεύθερα αρχ. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.) 2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος… … Dictionary of Greek
Les animaux courent — Τὰ ζῷα τρέχει Τὰ ζῷα τρέχει (Tà zōia trékhei) est une phrase en grec ancien signifiant littéralement « les animaux courent ». Elle illustre la règle du même nom qui indique qu un verbe ayant pour sujet un nom au neutre pluriel se… … Wikipédia en Français