-
1 αύρα
αὔρᾱ, αὔραbreeze: fem nom /voc /acc dualαὔρᾱ, αὔραbreeze: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————αὔρᾱͅ, αὔραbreeze: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Αύρα
Αὔρηςmasc voc sgΑὔρηςmasc nom sg (epic)——————Αὔρᾱ, Αὔρηςmasc nom /voc /acc dualΑὔρᾱ, Αὔρηςmasc voc sg (attic)Αὔρᾱ, Αὔρηςmasc gen sg (doric aeolic)——————Αὔρᾱͅ, Αὔρηςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
3 αὔρα
αὔρα (ἄω, αὔω), ἡ, Hauch, Luftzug, Pind.; Tmgg., κόμη δι' αὔρας ᾄσσεται Soph. O. C. 1263; frische Morgenluft, Od. 5, 469 αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρη πνέει ἠῶϑι πρό; die kühle Luft vom Wasser Her. 2, 19; vgl. Arist. mund. 4; Wind, ποντιάς Eur. Hec. 448; günstiger Wind bei der Schifffahrt, Xen. Hell. 6, 2, 17; δᾴδων αὔρα τις εἰςέπνευσε μυστικωτάτη Ar. Ran. 316; Sp., Nonn. Vgl. ξανϑαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται Antiphan. Ath. XVI, 624 b.
-
4 αὔρα
A breeze, esp. a cool breeze from water (cf. Arist. Mu. 394b13), or the fresh air of morning, once in Hom.,αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Od.5.469
, cf. h.Merc. 147, Hes. Op. 670, etc.: rare in early Prose,αὔρας ἀποπνεούσας [ὁ Νεῖλος] μοῦνος οὐ παρέχεται Hdt. 2.19
; , cf. X.HG 6.2.29, Smp.2.25.2 metaph., θυμιαμάτων αὖραι the steam of incense, Ar.Av. 1717; ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται, of a well-fried fish, Antiph.217.22;δεῖπνον ὄζον αὔρας Ἀττικῆς Dionys.Com. 2.40
; αὔρῃ φιλοτησίῃ of the attractive influence of the female, Opp. H.4.114. -
5 αυρα
эп.-ион. αὔρη ἥ1) дуновение, веяние, ветер(ок)(ψυχρή Hom.; ὀπωρινή HH.; εὐκρινέες αὖραι Hes.; ποντιάς Eur.; αὔ. ἀποπνέει Her.; αὔρας καλοῦμεν τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοάς Arst.)
2) запах, аромат(θυμιαμάτων αὖραι Arph.)
3) перен. движение, порыв(ψυχᾶς ἄδολοι αὖραι Eur.)
πολέμου μετάτροπος αὔ. Arph. — превратности войны -
6 αὔρα
1 breezeνᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν O. 2.72
ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι O. 7.95
ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (τὴν χλανίδα. Σ.) O. 9.97σὺν Νότου δ' αὔραις P. 4.203
-
7 αὔρα
αὔρα (ἄω, αὔω), Hauch, Luftzug; frische Morgenluft; die kühle Luft vom Wasser; Wind; günstiger Wind bei der Schifffahrt -
8 αὔρα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αὔρα
-
9 αὔρα
αὔρα, ας, ἡ (Hom. et al.; TestSol; Philo; Tat. 8, 5) breeze 1 Cl 39:3 (Job 4:16).—DELG. -
10 αύρα
-
11 Αὔρα
Βλ. λ. Αύρα -
12 Αὔρᾳ
Βλ. λ. Αύρα -
13 Αὖρα
Βλ. λ. Αύρα -
14 αὔρα
Βλ. λ. αύρα -
15 αὔρᾳ
Βλ. λ. αύρα -
16 αύρα
[авра] ουσ. Θ. ветерок, дуновение, бриз,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αύρα
-
17 αὔρα
-ας + ἡ N 1 0-1-0-2-0=3 1 Kgs 19,12; Ps 106(107),29; Jb 4,16breeze 1 Kgs 19,12; breath, whisper Jb 4,16 -
18 αύρα
[авра] ουσ θ ветерок, дуновение, бриз. -
19 αύρα
brise -
20 αύρα
1) bryza (f) rzecz.2) wietrzyk (m) rzecz.
См. также в других словарях:
αὔρα — αὔρᾱ , αὔρα breeze fem nom/voc/acc dual αὔρᾱ , αὔρα breeze fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὔρα — Αὔρᾱ , Αὔρης masc nom/voc/acc dual Αὔρᾱ , Αὔρης masc voc sg (attic) Αὔρᾱ , Αὔρης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔρᾳ — αὔρᾱͅ , αὔρα breeze fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὔρᾳ — Αὔρᾱͅ , Αὔρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… … Dictionary of Greek
αύρα — η ελαφρός και δροσερός άνεμος, μπάτης: Η θαλασσινή ή η στεριανή αύρα μετριάζει τη ζέστη το καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αὖρα — Αὔρης masc voc sg Αὔρης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάσσια αύρα — Ελαφρύς άνεμος που πνέει κοντά στις ακτές, από την ανοιχτή θάλασσα, κατά τη διάρκεια σχετικά θερμών ημερών. Αν σε μια παράκτια περιοχή επικρατεί νηνεμία και ο καιρός είναι αίθριος κατά την ανατολή του Ήλιου, τότε, επειδή η ξηρά θερμαίνεται πιο… … Dictionary of Greek
Θεοδωροπούλου, Αύρα — (Αδριανούπολη 1870 – Αθήνα 1963). Μουσικολόγος και μουσικοκριτικός. Σπούδασε μουσικολογία και από το 1915 δίδαξε πιάνο και ιστορία της μουσικής, αρχικά στο Ωδείο Αθηνών, αργότερα στο Ελληνικό Ωδείο και, τέλος, από την ίδρυσή του το 1924 και έως… … Dictionary of Greek
αὔρας — αὔρᾱς , αὔρα breeze fem acc pl αὔρᾱς , αὔρα breeze fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐράων — αὐρά̱ων , αὔρα breeze fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)