-
1 κρεως
-
2 κρέως
κρέαςflesh: neut gen sg (attic) -
3 κατά-κρεως
κατά-κρεως, fleischig, Hdn. epimer. p. 206.
-
4 γλυκύ-κρεως
γλυκύ-κρεως, ων, süßfleischig, γλυκύκρεον Sophron bei Ath. III, 86 e.
-
5 λειπό-κρεως
λειπό-κρεως, ων, vom Fleisch verlassen, abgefallen, mager, ἰσχνότατος erkl. Suid.
-
6 ἡδύ-κρεως
ἡδύ-κρεως, ων, mit süßem, wohlschmeckendem Fleische; Arist. H. A. 6, 7; ἡδυκρεώτερον, gen. anim. 5, 6.
-
7 κρέας, κρέως
+ τό N 3 50-11-19-5-7=92 Gn 9,4; Ex 12,8.46; 16,3.8flesh, meat Gn 9,4; τὰ κρέα meat prepared for food (often pl.) Ex 12,8 Cf. SCHARBERT 1972 121-124.136; WEVERS 1990, 357 -
8 κρέας
κρέας, τό, [dialect] Dor. [full] κρῆς (q.v.), [dialect] Ep. [full] κρεῖας dub. cj. in Anan.5.3; [dialect] Att. gen.A ; Cret. ([place name] Vaxos): pl.κρέα IG12.84.26
, etc.; gen.κρεῶν Od.15.98
, Hdt.1.73, IG12.10.7, Ar.Ra. 191, etc.; [dialect] Ep.κρειῶν Il.11.551
, al., κρεάων [ᾰ] h.Merc. 130; dat.κρέασι Il.12.311
, κρέεσσι Orac. ap. Hdt.1.47, κρεάεσσι Epic.in Arch.Pap.7.4. [κρέᾰ Hom.
, E.Cyc. 126, Ar.V. 363, al., κρέ ) elided Od.3.65, 470, Ar.Th. 558,κρέᾱ Antiph.20
(s.v.l.).]:—flesh, meat, Od.8.477, etc.; ἄρνειον κ. piece of lamb, Pherecr.45, cf. Ar.Pl. 1137;ἐρίφειον Antiph.222.6
;τρία κρέα [ἢ] καὶ πλείω X.Cyr.2.2.2
;τέτταρα.. κρέα μικρά Antiph. 172.3
(anap.): pl., mostly in collect. sense, dressed meat, Od.3.65, etc.;κ. ἑφθά Hdt.3.23
; κ. ἀνάβραστα, ὠπτημένα, Ar.Ra. 553, Pl. 894;κ. ὀρνίθεια Id.Nu. 339
; ; ;δαῖτα παιδείων κρεῶν A.Ag. 1242
, 1593; κ. Ἀθηναίοις μερίζειν, νέμειν τῷ δήμῳ, IG22.334.15, 24.2 carcass: hence, body, person, τοῦδε τοῦ κρέως (i.e. ἐμοῦ) S.l.c. (satyric): in Com. addresses, like κάρα, ὦ δεξιώτατον κρέας Ar.Eq. 421, cf. 457: prov., ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν [δρόμον] τρέχει 'to save one's bacon', Zen.4.85, cf. Plu.2.1087b; so , v. Sch. ( κρεϝας, cf. Skt. krauís 'raw meat', Lat. cruor.) -
9 κρέας
κρέας, τό, dor. auch κρῆς, nach Greg. Cor. 235; vgl. Ar. Ach. 795; Theocr. 1, 6; Sophron bei Ath. III, 87 a (sanscr. krawja, lat. caro); gen. κρέατος, att. κρέως; plur. τὰ κρέατα, Hom. gew. τὰ κρέα, nach Greg. Cor. 359 auch κρῆ; gen. κρεάτων, gew. κρεῶν, p. κρειῶν, Od. 9, 8 u. öfter; – das Fleisch, Hom. u. Folgde überall; im plur. Fleischstücke, zum Essen zubereitetes Fleisch; κρέα τ' ὀρνίϑεια κιχηλᾶν Ar. Nubb. 339; ἑφϑά Her. 3, 23; βόεια Plat. Rep. I, 338 c; τὰ σμικρὰ κρέα κατακόψαντα ἕψειν καὶ ὀπτᾶν Euthyd. 301 c; ἐγένετο ἑκάστῳ τρία κρέα ἢ καὶ πλείω Xen. Cyr. 2, 2; 1, wie Antiphan. bei Ath. IV, 130 f. – Auch = der Körper, Soph. frg. 650, Ar. Ran. 190, u. sonst in der gemeinen Umgangssprache.
-
10 κατα-γοητεύω
κατα-γοητεύω, bezaubern, betrügen, durch Blendwerke u. listige Kunstgriffe imponiren, τινά, Xen. Cyr. 8, 1, 40; ἐξαπατηϑέντας καὶ καταγοητευϑέντας An. 5, 7, 9; Sp.; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευϑέντος, verfälscht od. künstlich zubereitet, Ael. H. A. 4, 40.
-
11 ηδυκρεως
-
12 κρεας
дор. κρῆς τό (gen. κρέατος - атт. κρέως; pl.: nom. κρέατα и κρέᾰ, gen. κρειῶν и κρεάων - атт. κρεῶν, dat. κρέασι - ион. κρέεσσι)1) мясо, кусок мясаκρέα ἀνάβραστα Arph. и ἑφτά Arst. — вареное мясо;
τρία κρέα Xen. — три порции мяса2) презр. «шкура»(περὴ κρεῶν ναυμαχεῖν Arph.)
3) презр. ( в обращении) человек, созданиеὦ δεξιώτατον κ.! Arph. — ах ты, хитрец из хитрецов!
-
13 απόκρεω
απόκρεω η1) масленица – подготовительный период перед Великим Постом;2) Мясопустная Неделя – день, начиная с которого мясная пища не вкушается до ПасхиЭтим.< απο- + κρέως «воздержание от потребления мяса» -
14 καλλίκρεας
A = πάγκρεας, Gal.2.781.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίκρεας
-
15 καταγοητεύω
A bewitch: hence, cheat or blind by trickery, τινα X. Cyr.8.1.40;ἡδονὴ τὸ σῶμα -γεγοήτευκεν Plu.2.986e
:—[voice] Pass., v.l. in X.An.5.7.9, M.Ant.10.13; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος meat disguised by sauce, Ael.NA4.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγοητεύω
-
16 λιποκρέως
A losing flesh, i.e. wasted, thin, Suid.: acc. pl. λ (ε) ιποκρέους in Tz.H. 11.60; neut. pl. - κρεα Phlp. in GA200.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιποκρέως
-
17 πολυκρέως
πολυ-κρέως, ων,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκρέως
-
18 τόνθων
-
19 ἡδυκρέως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδυκρέως
-
20 γλυκύκρεως
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρέως — κρέας flesh neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύκρεως — ἡδύκρεως, ων, γεν. ω (Α) (για ζώα ή πτηνά) αυτός που έχει γλυκό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ * + κρεως (< κρέας), πρβλ. δί κρεως, κατά κρεως] … Dictionary of Greek
λιπόκρεως — λιπόκρεως, ων (AM) αυτός που χάνει το κρέας του, που γίνεται ισχνός, που αδυνατίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + κρεως (< κρέας), πρβλ. δί κρεως, ηδύ κρεως] … Dictionary of Greek
πολύκρεος — ον / πολύκρεως, ων, ΜΑ αυτός που αποτελείται από πολλά φαγητά με κρέας (α. «πολύκρεος δίαιτα», Αναστ. Σιν. β. «πολύκρεως εὐωχία», Ευσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρεος / κρεως (< κρέας), πρβλ. γλυκύ κρεος, ηδύ κρεως] … Dictionary of Greek
PORCI — solis hominum Aegyptiis, ad agrorum coltum adhibiti sunt. Nempe, ut apud Aelian. Histor. Anim. l. 10. c. 16. refert Eudoxus, τοῦ ςίτου ςπαρέντος, ἐπάγουςι τὰς ἀγέλας ἀυτῶν, αἰ δὲ πατοῦςι τὸν ςπορὸν καὶ εἰς ὑγρὰν τὴν γῆν ὠθοῦςι, ἵνα μένῃ ἔμβιος,… … Hofmann J. Lexicon universale
καταγοητεύω — (AM καταγοητεύω) γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, μαγεύω κάποιον, σαγηνεύω αρχ. 1. εξαπατώ με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», Ξεν.) 2. γαληνεύω κάποιον, κατευνάζω κάποιον 3. παθ. καταγοητεύομαι παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε… … Dictionary of Greek
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
τόνθων — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ Κορίννῃ ἐπὶ νωτιαίου κρέως τὸ ὄνομα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. τένθης* «λαίμαργος» με φωνηεντισμό ο και έχει σχηματιστεί πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. *τόνθος με επίθημα ων (πρβλ. γρόνθων: γρόνθος)] … Dictionary of Greek