Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔδρᾰμον

См. также в других словарях:

  • ἔδραμον — τρέχω run aor ind act 3rd pl τρέχω run aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Matthew 28:8 — is the eight verse of the twenty eighth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. This verse is part of the resurrection narrative. Mary Magdalene and the other Mary had just encountered an angel has appeared at the empty tomb of… …   Wikipedia

  • αιθεροδρόμος — αἰθεροδρόμος, ον (AM) αυτός που διασχίζει, που διατρέχει τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. αἰθήρ, έρος + δρόμος < ἔδραμον, αορ. β΄ τού ρ. θέω, τρέχω. ΠΑΡ. αρχ. αἰθερο δρομῶ] …   Dictionary of Greek

  • αλίδρομος — ἁλίδρομος, ον (Α) θαλασσοπόρος, ποντοπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + δρομος < ἔδραμον, τρέχω] …   Dictionary of Greek

  • διδράσκω — (Α) δραπετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι διδράσκω, δρόμος, άδραστος, δραπέτης απαρτίζουν ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ ρίζα *der «τρέχω». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη μορφή τής ρίζας (παρεκτεταμένη με e∂2 : *dr e∂2 >)… …   Dictionary of Greek

  • δράμω — (Μ δράμω) τρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δραμ (έδραμον, αορ. τού τρέχω)] …   Dictionary of Greek

  • ξεδράμω — κυνηγώ, καταδιώκω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ έδραμον (βλ. και λ. ξ[ε] ) αόρ. β του ἐκτρέχω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» …   Dictionary of Greek

  • προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο …   Dictionary of Greek

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

  • φρύγω — ΝΜΑ, και φρύττω ΜΑ, και φρύσσω Α φρυγανίζω, ξεροψήνω, καβουρντίζω (α. «φρυγμένα σύκα» β. «φρυγέντα καρπόν», Γεωπ. γ. «φρυγομένων ἐρεβίνθων», Γαλ.) αρχ. 1. (για τον ήλιο) ξηραίνω με την θερμότητά μου («σκιερὴν δ ὑπὸ φηγὸν ἡελίου φρύγοντος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»