Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πνείω

См. также в других словарях:

  • πνείω — Α (επικ. τ.) βλ. πνέω …   Dictionary of Greek

  • πνείω — πνέω blow pres subj act 1st sg πνέω blow pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυπνείων — βαρυπνείων, ο (Α) φρ. «βαρυπνείοντες ἀῆται» άνεμοι που φυσούν δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνείω, ποιητ. τ. του πνέω] …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»