-
1 κατα-τείνω
κατα-τείνω (s. τείνω), 1) anspannen, τὰ ὅπλα, die Taue, Her. 7, 36; κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, mit gespannten Seilen bezeichnete er die Gräben, 1, 189; Plat. Tim. 63 c 84 e; Ggstz von χαλάω, ohne Object scheinbar intr., ἐπειδὰν αἱ ἐπιϑυμίαι παύσωνται κατατείνουσαι καὶ χαλάσωσι, wenn die Begierden aufhören heftig zu sein, Rep. I, 329 c; vgl. Arist. H. A. 9, 44 ὁ λέων τρέχει κατατείνας καὶ οὐ πηδᾷ, wo man δρόμον ergänzt, was sonst auch dabei steht; ψύττα κατατεί. νας Luc. Lexiph. 3; Epist. Saturn. 35. – Uebertr., δολιχὸν κατατείνειν τοῦ λόγου, eine lange Rede halten, ausführlich sprechen, Plat. Prot. 329 a; κατατείνας ἐρῶ τὸν ἄδικον βίον ἐπαινεῖν Rep. II, 358 d, vgl. 367 b; Eur. σπουδαὶ δὲ λόγων κατατεινομένων ἦσαν ἴσαι πως Hec. 129, einander entgegenstrebende Reden; Κλέαρχος ἰσχυρῶς κατέτεινεν Xen. An. 2, 5, 30; ῥώμην ὅλην εἴς τι, die ganze Kraft anspannen u. auf Etwas verwenden, Pole 22, 17, 7. – Auch von der Folter, κατατεινόμενος ὑπὸ τῆς βασάνου ὡμολόγησε Dem. 48, 18; Sp.; κατατεινόμενος ὑπὸ ποδάγρας, gefoltert, Ath. XII, 536 e. – 21 niederspannen, niederziehen, niederdrücken; Hippocr.; εἰς γῆν Plat. Tim. 58 e. – 3) intr., sich wohin erstrecken, γῆ κατατείνουσα ἐπὶ Ἀγγίτην Her. 7, 113; κατέτεινε τὸ στρατόπεδον ἐς τὴν Πλαταιΐδα γῆν 9, 15; Pol. 2, 16, 4. 3, 101, 2; Xen. Hell. 4, 4, 7; so auch pass., αἱ φλέβες κατατείνονται διὰ τοῦ μεσεντερίου Arist. part. an. 2, 3. – 4) Pass. sich anstrengen, Sp., bes. gegen Etwas, Plut. Ant. 78, Themist.
-
2 δι-αυλο-δρόμος
δι-αυλο-δρόμος, im Diaulos wettlaufend, komisch, Artemid. 4, 24, δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίγνεται· διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει.
См. также в других словарях:
τρέχει — τρέχω run pres ind mp 2nd sg τρέχω run pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΤΑ ΖΩΙΑ ΤΡΕΧΕΙ — Τὰ ζῷα τρέχει Τὰ ζῷα τρέχει (Tà zōia trékhei) est une phrase en grec ancien signifiant littéralement « les animaux courent ». Elle illustre la règle du même nom qui indique qu un verbe ayant pour sujet un nom au neutre pluriel se… … Wikipédia en Français
Τὰ ζῷα τρέχει — Article principal : Grec ancien. Τὰ ζῷα τρέχει (Tà zỗia trékhei) est une phrase en grec ancien signifiant littéralement « Les animaux courent ». Elle illustre une règle qui indique qu un verbe ayant pour sujet un nom au neutre… … Wikipédia en Français
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
Λοΐζου, Μάρω — (Αθήνα 1940 –). Λογοτέχνης. Δραστηριοποιήθηκε νωρίς, σε συνεργασία με άλλους πρωτοπόρους λογοτέχνες της γενιάς της, για την καταπολέμηση της κοινωνικής αδικίας, με διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με την παιδική… … Dictionary of Greek
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek
τρέχω — έτρεξα και έδραμα 1. προχωρώ γρήγορα, πηγαίνω τρεχάλα: Τρέξε να τον προλάβεις. 2. βιάζομαι, προχωρώ γρηγορότερα από το συνηθισμένο: Το ρολόι μου τρέχει. 3. περιφέρομαι άσκοπα: Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου; (Αρ. Βαλαωρίτης).… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
Nikos Mihas — Origin Athens, Greece Genres Rock, Pop rock, Alternative rock Occupations Singer, Guitarist Instruments Vocals, Guitar … Wikipedia
εύτροχος — εὔτροχος, ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, ον (Α) μσν. αυτός που κινείται ελεύθερα αρχ. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.) 2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος… … Dictionary of Greek
Les animaux courent — Τὰ ζῷα τρέχει Τὰ ζῷα τρέχει (Tà zōia trékhei) est une phrase en grec ancien signifiant littéralement « les animaux courent ». Elle illustre la règle du même nom qui indique qu un verbe ayant pour sujet un nom au neutre pluriel se… … Wikipédia en Français