Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τί+εἴπω+ἄν

См. также в других словарях:

  • εἵπω — εἴπω , εἶπον said aor ind mid 2nd sg (epic ionic) εἴπω , εἶπον said aor subj act 1st sg (epic ionic) εἴπω , εἶπον said aor subj act 1st sg εἴπω , εἶπος masc nom/voc/acc dual εἴπω , εἶπος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴπω — εἶπον said aor ind mid 2nd sg (epic ionic) εἶπον said aor subj act 1st sg (epic ionic) εἶπον said aor subj act 1st sg εἶπον said aor ind mid 2nd sg (epic ionic) εἶπος masc nom/voc/acc dual εἶπος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • повѣдѣти — ПОВѢ|ДѢТИ (160), МЬ, СТЬ гл. 1.Рассказать, поведать, сказать: Ѥгда же ѹбо повѣдѧть дѣла ѥ˫а. [души] тогда поидѹть прѣдъ нею ан҃гли. (νικήσουσι!) Изб 1076, 245; повѣдите ми по истинѣ. при˫азньство имѣѥте ли къ мнѣ. СкБГ XII, 10в; аще прозрѣни˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SERAPIS — I. SERAPIS Aegypti Deus, olim Româ exactus Pisone et Gabiniô Consulibus, cum Harpocrate et Iside, deiectis aris, quod turpium religionum, et novarum superstitionum seminarium forent; etsi Athenienses eos olim, in gratiam Ptolemaei, receperint in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ενικλώ — ἐνικλῶ, άω, ποιητ. τ. τού ἐγκλώ (Α) 1. συντρίβω, σπάζω μέσα 2. μτφ. εμποδίζω, ματαιώνω, μηδενίζω μιαν ενέργεια («ἀεὶ γάρ μοι ἕωθεν ἐνικλᾱν, ὅττι κεν εἴπω» διαρκώς από το πρωί μ εμποδίζεις, ό,τι κι αν πω, Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… …   Dictionary of Greek

  • κοντολογία — και κοντολογιά, η (Μ κοντολογία) [κοντολογώ] σύντομη αφήγηση, περιληπτική διήγηση μσν. (και ως επίρρ.) κοντολογιά με λίγα λόγια, σύντομα («νὰ τὸ εἰπῶ κοντολογιά», Σαχλίκ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»