-
1 ενέκλασσας
-
2 ἐνέκλασσας
-
3 ἐνικλάω
A break off: metaph., ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττι κεν εἴπω is wont to frustrate what I devise, Il.8.408, cf. 422; ἐνέκλασσας ([dialect] Ep. [tense] aor. 1)δὲ μενοινήν Call.Jov.90
;γάμον βαρὺς ὅρκος ἐνικλᾷ Id.Aet.3.1.22
;τίς ἄτη σωομένους μεσσηγὺς ἐνέκλασε; A.R.3.307
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνικλάω
См. также в других словарях:
ἐνέκλασσας — ἐν , ἐκ λάζω aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)