-
81 εικαστικη
ἡ (sc. τέχνη) изобразительное искусство Plat. -
82 εισαγωγιμος
-
83 εμπειρια
ἥ тж. pl.1) опыт, основанное на опыте знание, опытность(τινός Thuc., Plat., Dem., περί τι Xen., Plat., περί τινος Arst. и κατά τι Thuc.)
αἱ ἔκ τινος γεγενημέναι ἐμπειρίαι Isocr. — приобретенный благодаря чему-л. опыт2) голая практика, рутинаταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τέν ἰατρικέν μεταχειρίζειν Plat. — заниматься врачеванием чисто практически, не научно;
μέ τριβῇ μόνον καὴ ἐμπειρίᾳ, ἀλλὰ τέχνῃ Plat. — не одной практической рутиной, а как требует искусство;οἱ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἰατροί Sext. = οἱ ἐμπειρικοί3) ремесло(αἱ ἐμπειρίαι καὴ τέχναι Arst.)
-
84 εμπορικη
ἡ (sc. τέχνη) торговое дело, торговля Plat. -
85 εμπορικος
3торговый, коммерческий(χρήματα Arph., Plut.; τέχνη Plat.; πόλις Arst.; δίκαι Arst., Dem.; φόρτος Plut.)
ἐμπορικὰ διηγήματα ирон. Polyb. — купеческие россказни, бредни -
86 εμφρων
2, gen. ονος1) находящийся в сознанииἔτ΄ ἔ. Soph. — еще не потерявший сознания, еще живой;
πάλιν ἔ. Sext. и ἔ. γενόμενος Plut. — пришедший в себя, очнувшийся;ἔμφρονα τιθέναι τινά Aesch. — приводить кого-л. в чувство;ἔ. καθίστασθαι Soph. — приходить в чувство2) сопровождаемый сознанием, сознательный(ἕξις Plat.; ῥαστώνη Arst.)
3) (благо)разумный, рассудительный(ἀνήρ Pind., Soph., Arst., Plut.; σωφροσύνη Thuc.; ζῷα Xen.; βίος Plat.; τέχνη Arst.; τόλμαι Plut.)
-
87 εντιθημι
1) класть поверх, накладывать(χλαίνας Hom.)
2) вкладывать, давать(ὀξύην χειρί, sc. τινος Eur.)
3) вкладывать, просовывать(αὐχένα ζυγῷ Eur.; τράχηλον εἰς βρόχον Diod.)
ἐ. πόδα Arph. — обуться;4) возлагать(κόσμον τινὴ τάφῳ Eur.)
5) вставлять(τὸ δέλτα ἀντὴ τοῦ νῦ Plat.; τὰ ὀνόματα εἰς τὸν μέτρον Arst.; ἐντιθεμένου τοῦ κάππα Plut.)
6) вкладывать, вводить(λογισμὸν καί σκέψιν τῇ τέχνῃ Arph.; τόλμαν εἰς τέν μουσικήν Plat.)
7) влагать, вселять, внушать(φόβον τινί Xen.; ἀθυμίαν τινί Plat.; βελτίω τινὰ νοῦν καὴ φρένας Dem.)
8) класть в рот(ὀλίγον τινί Arph.; ψωμίσματα τοῖς βρέφεσιν Plut.)
ἐνθοῦ, ἔντραγε Arph. — возьми, съешь9) давать, придавать, снабжать(σῖτον καὴ ὕδωρ καὴ οἶνον Hom.; ὄμμα λαμπρὸν κόραις Eur.; ἥλιος ἐντίθησι τῇ σελήνῃ τὸ λαμπρόν Plut.)
10) med. ставить, устанавливать(ἱστία νηΐ Hom.)
11) med. полагатьἐ. τινά τινι τιμῇ Hom. — уравнивать кого-л. с кем-л. в славе
12) med. грузить, погружать(κτήματα Hom.; εἰς πλοῖόν τι Xen.; φορτία εἰς ναῦν Dem.; χρήματα καὴ θεράποντας εἰς τὰς ναῦς Plut.)
13) med. укладывать(τινὰ λεχέεσσι Hom.)
14) med. принимать, проникатьсяχόλον ἐ. θυμῷ Hom. — затаить злобу;
μῦθόν τινος ἐ. θυμῷ Hom. — глубоко проникнуться чьими-л. словами -
88 επιδεικτικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство показа, умение показать (себя) Plat. -
89 επιμελητικη
-
90 επιστατικη
-
91 επιστατικος
31) касающийся управления, связанный с надзором(τέχνη Plat.)
2) устойчивый, прочный(κατάλημμα Diog.L.)
-
92 επιστημη
ἥ1) умение, искусство, опытность(τινός и περί τι Plat. и πρός τι Lys.)
2) знаниеἀνέρ ἐπιστήμης πλέως Soph. — просвещенный человек;
τῇ ἐπιστήμῃ σύ μου προὔχοις ἄν Soph. — это ты знаешь, пожалуй, лучше меня3) филос. ( в отличие от τέχνη и ἐμπειρία) научное знание, наука; ( в отличие от δόξα) достоверное знание Plat. etc.4) научная отрасль, дисциплина Plat. etc. -
93 επιτακτικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство приказывать, умение распоряжаться Plat. -
94 επιτηδευμα
- ατος τό1) навык, привычка, обычай; pl. нравы, образ жизни(τὰ τῆς χώρας ἐπιτηδεύματα Thuc.)
τὰ καθ΄ ἡμέραν ἐπιτηδεύματα Thuc. и κοινὰ ἐπιτηδεύματα Plut. — обычаи и нравы, повседневная жизнь2) занятие(τέχνη τις ἢ ἄλλο ἐ. Plat.)
καπηλείας ἐπιτηδεύματα Plat. — занятия мелкой торговлей -
95 επιχειρεω
1) досл. налагать, класть руку (на что-л., перен. предпринимать что-л.); браться, приниматься (за что-л)(ἔργῳ τοσούτῳ Her.; τηλικαύταις πράξεσιν Plut.; οὐ δίκαιον πρᾶγμα Plat.; καλὸν ἔργον Isocr.)
ἐ. δείπνῳ Hom. — приступать к обеду;ἐ. πηδαλίοις Arph. — браться за руль;ἐ. τυραννίδι Her. — захватить царскую власть;ἐ. ὁδῷ Eur. — пускаться в путь;ἐ. λόγοις Plat. — приняться за составление речей;ἐ. τῇ πολιτικῇ τέχνῃ Plat. — заняться политикой;τῇ διώρυχι ἐ. Her. — начать прорытие канала2) стремиться, пытаться(καταλῦσαι τὸν δῆμον Arst.)
δρησμῷ ἐ. Her. — пытаться бежать (затевать побег);ἐ. τοῖς ἀδυνάτοις Xen. — стремиться к невозможному;τὸ ἐπιχειρούμενον Thuc., Plat.; — задуманное произведение, предпринятое (начатое) дело3) нападать, бросаться(τινι Her., Thuc., Arst., Luc., Plut., πρός τινα Thuc., ἐπί τινα Plat. и εἴς τι Diod.)
; pass. подвергаться нападению Thuc., Plut.4) лог. доказывать, умозаключатьἐ. πρός τι Arst. — умозаключать к чему-л. -
96 εργαστικη
ἡ (sc. τέχνη) производственная отрасль, производство Plat. -
97 ερετικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство грести, гребля Plat. -
98 εριστικη
-
99 ερμηνευτικη
ἡ (sc. τέχνη) герменевтика, искусство (ис)толкования Plat. -
100 ερμογλυφικη
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek