-
1 ερετικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство грести, гребля Plat. -
2 ερετική
η искусство гребли
См. также в других словарях:
ἐρετική — ἐρετικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετικός — ή, ό (AM ἐρετικός, ή, όν) [ερέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερέτη ή στην ερεσία, ο κωπηλατικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ερετική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κωπηλασίας νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ερετικό το πλήρωμα τών κωπηλατών στα… … Dictionary of Greek
ՆԱՒԱՊԵՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0408 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 13c գ. κυβέρνησις gubernatio եւ այլն. Պետութիւն նաւու. եւ Ղեկավարութիւն. եւ Նաւավարութիւն կամ նաւասիութիւն. *Լա՛ւ է ընդ խոհեմագունի լինել նաւապետութեամբ. Սկեւռ. ի լմբ.: *Նաւապետութիւնք,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)