-
41 αριθμητικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство счета, учение о числах, арифметика Plat., Arst. -
42 αρμονικη
ἡ (sc. τέχνη) учение о гармонии, теория музыки Arst. -
43 αρχιτεκτονικη
ἥ (sc. τέχνη) досл. зодчество, архитектура, перен. искусство руководить, мастерство руководства(ἥ τῆς ὑποκριτικῆς ἀ. Arst.)
-
44 αρχιτεκτονικος
I31) зодческий(ἐπιστήμη Plat.; τέχνη Arst.)
2) руководящий, направляющий(τέλη Arst.)
IIὅ Arst. = ἀρχιτέκτων См. αρχιτεκτων -
45 ασπαλιευτικη
-
46 αστρομαντικη
-
47 αυλητικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство игры на свирели Plat., Arst., Plut. -
48 αυλοποιικη
-
49 αυτουργικη
-
50 βαλανευτικη
-
51 βαναυσος
I21) ремесленный, ручной(τέχνη Soph., Arst., Plut.)
2) ремесленнический(βίος Arst.)
3) некультурный, пошлый, низкий, грубый(β. καὴ ἀνελεύθερος Plat.; β. καὴ ἄχρηστος Arst.)
4) презрительный, привередливый(μισοπόνηρος καὴ β. Anth.)
IIὅ ремесленник Xen., Arst., Luc. -
52 βασιλικη
ἥ1) (sc. τέχνη) искусство царствовать Xen.2) (sc. ἀρχή) наследственная царская власть Plat.3) (sc. στοά) портик архонта-басилевса Plat.4) (sc. οἰκία) базилика (общественное здание в Риме для служебных заседаний, торговых операций и проч.) Plut. -
53 βαφικη
-
54 γεωμετρικη
-
55 γεωργικη
ἡ (sc. τέχνη) земледелие, сельское хозяйство Plat., Arst. -
56 Γλαυκος
ὅ Главк1) ὅ Πόντιος беотийский бог рыбаков и мореходов Eur., Arst.2) сын Сизифа, отец Беллерофонта Hom.3) сын Гипполоха, внук Беллерофонта, союзник Приама Hom.4) уроженец Хиоса, искусный ваятель и литейщик нач. V в. до н.э. Her.οὐχ ἥ Γλαύκου τέχνη погов. Plat. — это не искусство Главка, т.е. не бог весть какое хитрое дело;
ср. «не боги горшки обжигают» -
57 γομφωτικη
ἡ (sc. τέχνη) плотницкое мастерство Plat. -
58 γραμματικη
ἥ1) (sc. τέχνη или ἐπιστήμη) учение о письме и чтении, словесность, грамматика ( в широком смысле) Plat., Arst.2) умение читать и писать, грамота(ἄπειρος γραμματικῆς Polyb.)
3) письмена, алфавит(τὰ γράμματα τῆς μετ΄ Εὐκλείδην γραμματικῆς Plut.)
-
59 γραμματιστικη
-
60 γραφικη
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek