Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπιστᾰτική

См. также в других словарях:

  • ἐπιστατική — ἐπιστατικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστατικός — ή, ό (AM ἐπιστατικός, ή, όν) [επιστάτης] νεοελλ. φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους αρχ. μσν. ικανός ή κατάλληλος να επιστατεί μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»