-
1 επιστατικη
См. также в других словарях:
ἐπιστατική — ἐπιστατικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστατικός — ή, ό (AM ἐπιστατικός, ή, όν) [επιστάτης] νεοελλ. φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους αρχ. μσν. ικανός ή κατάλληλος να επιστατεί μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek