-
1 επιστατικος
31) касающийся управления, связанный с надзором(τέχνη Plat.)
2) устойчивый, прочный(κατάλημμα Diog.L.)
См. также в других словарях:
επιστατικός — ή, ό (AM ἐπιστατικός, ή, όν) [επιστάτης] νεοελλ. φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους αρχ. μσν. ικανός ή κατάλληλος να επιστατεί μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ἐπιστατικά — ἐπιστατικός of neut nom/voc/acc pl ἐπιστατικά̱ , ἐπιστατικός of fem nom/voc/acc dual ἐπιστατικά̱ , ἐπιστατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατικώτερον — ἐπιστατικός of adverbial comp ἐπιστατικός of masc acc comp sg ἐπιστατικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατικωτέρων — ἐπιστατικός of fem gen comp pl ἐπιστατικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατικόν — ἐπιστατικός of masc acc sg ἐπιστατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατικοί — ἐπιστατικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατικοῦ — ἐπιστατικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατικωτέροις — ἐπιστατικός of masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατικωτέρους — ἐπιστατικός of masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατικῆς — ἐπιστατικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατική — ἐπιστατικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)