Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπιδεικτική

См. также в других словарях:

  • ἐπιδεικτική — ἐπιδεικτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδεικτικός — ή, ό (AM ἐπιδεικτικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για επίδειξη 2. φρ. «ἐπιδεικτικοὶ λόγοι», «ἐπιδεικτικὸν εἶδος ρητορικής» έντεχνα ρητορικά εγκώμια, πανηγυρικοί λόγοι ή δικανικοί που προβάλλονταν από ρητοροδιδασκάλους νεοελλ. 1. αυτός που έχει την τάση …   Dictionary of Greek

  • αρματοδρομία — η (AM ἁρματοδρομία) [αρματοδρόμος] αγώνας δρόμου με άρμα νεοελλ. επιδεικτική παρέλαση αρμάτων …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

  • δαγκωτός — ή, ό 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα 2. όποιος έχει δάγκωμα, ο δαγκωμένος 3. (για συναρμοζόμενα πράγματα) ο προσαρμοσμένος στις αντίστοιχες εσοχές ή εξοχές τού άλλου 4. φρ. «τού τό ριξα δαγκωτό» τόν καταψήφισα με επιδεικτική εμπάθεια …   Dictionary of Greek

  • εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… …   Dictionary of Greek

  • επίδειγμα — ἐπίδειγμα, τὸ (Α) [επιδεικνύω] 1. υπόδειγμα, πρότυπο («σοφίας πλείστης ἐπίδειγμα», Πλάτ.) 2. αξιόλογο, χαρακτηριστικό μάθημα («καλὸν δ’ ἐπίδειγμα καὶ τοῦτο λέγεται κῦρος ἐπιδεῖξαι Κροίσῳ», Ξεν.) 3. σημάδι («ἣν [ὑδρίαν] οὐχ ὡς ἀνάθημα Θεοῡ καλόν,… …   Dictionary of Greek

  • κουλτούρα — η 1. ο πνευματικός πολιτισμός, η πολιτιστική παράδοση, έντεχη ή και λαϊκή, ενός έθνους 2. πνευματική ανάπτυξη, καλλιέργεια, παιδεία, μόρφωση 3. (ειρωνικά) επιδεικτική παρουσίαση γνώσεων και εξεζητημένο ενδιαφέρον για πνευματικά και καλλιτεχνικά… …   Dictionary of Greek

  • κόρδαξ — Αρχαίος φαλλικός οργιαστικός χορός, ο οποίος μνημονεύεται συχνά στις αττικές κωμωδίες. Φαίνεται πως αρχικά τον χόρευαν στην Πελοπόννησο προς τιμήν της Άρτεμης. * * * κόρδαξ, ὁ (Α) 1. είδος χορού τής αρχαίας κωμωδίας που χαρακτηρίστηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • λιμοκοντόρος — ο 1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση 2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος») το δίδραχμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης <… …   Dictionary of Greek

  • παρέλαση — η / παρέλασις, άσεως, ή ΝΑ [παρελαύνω] διέλευση μπροστά από κάτι ή κάποιον, το πέρασμα νεοελλ. (ειδικότερα) επιδεικτική διέλευση στρατιωτικών τμημάτων, οργανώσεων ή σχολείων κατά φάλαγγες ή κατά παραγωγή μπροστά από τον αρχηγό τους ή από τιμώμενο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»