-
21 αγωνιστικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство состязания или борьбы Plat. -
22 αδοξος
21) неизвестный, незнатный Isocr.2) бесславный, позорный(πόλεμος Dem.)
πρόφασις οὐκ ἄ. Plut. — благовидный предлог3) презираемый(εὐνοῦχοι, τέχνη Xen.)
4) невероятный, неправдоподобный(τὸ ἐρωτώμενον Arst.)
5) нежданный Soph. -
23 ακεστικη
ἡ (sc. τέχνη) починка одежды, портняжное дело Plat., Plut. -
24 αλειπτικη
ἡ (sc. τἐχνη) искусство умащивания Plat. -
25 αλεξητειρα
-
26 αλιευτικη
ἡ (sc. τέχνη) рыболовство Plat. -
27 αλιευτικος
-
28 αλινηχης
-
29 αλισκομαι
(служит pass. к αἱρέω См. αιρεω; impf. ἡλισκόμην, fut. ἁλώσομαι, aor. ἥλων и ἑάλων, pf. ἥλωκα и ἑάλωκα, ppf. ἑαλῶκειν - ион. ἡλῶκειν; inf. aor. ἁλῶναι и ἁλῶμεναι - поздн. ἁλωθῆναι)1) попадать(ся), попадать в плен, быть захватываемым(χερσὴν ὑφ΄ ὑμετέρῃσιν ἁλοῦσα πόλις Hom.)
ἀψῖσι λίνου ἁλῶναι Hom. — попасться в силок;εἰς τοὺς πολεμίους ἁ. Plat. — попасть в плен к врагам;γράμματα πεμφθέντα ἑάλωσαν εἰς Ἀθήνας Xen. — посланное (в Лакедемон) письмо было перехвачено (и направлено) в Афины;ἥ σελήνη ὑπὸ τῆς σκιᾶς ἁλίσκεται Plut. — происходит затмение луны2) быть постигаемым, поражаемым(θανάτῳ ἁλῶναι Hom.)
μανίᾳ ἁλούς Soph. — охваченный безумием;τοῦ κάλλους τινὸς ἁλόντες Luc. — плененные чьей-л. красотой;ἔκ τινος ἁλοὺς ἀπάταις Soph. — ставший жертвой чьего-л. обмана;νοσήμασι ἁ. μανικοῖς Arst. — заболеть душевными недугами3) достигаться, быть обретаемым(χρήμασι Soph.; τέχνῃ Eur.)
4) гибнуть, погибатьἀνέρ ἁλωκώς Pind. — умерший5) быть уличаемым, пойманнымἁλῶναί τινος Plut. — быть изобличенным в чем-л.;
οὐ προδοῦσ΄ ἁλώσομαι Soph. — меня нельзя будет уличить в измене6) быть осуждаемымἁλῶναι θανάτου Plut. — быть приговоренным к смерти (ср. 2);
ψήφοις ἁπάσαις ἁ. Plut. — быть осужденным единогласно;ἁ. τινος и ἐπί τινι Plut. — быть осужденным за что-л.;ἥ ἁλοῦσα δίκη Plat. — решенное дело -
30 αλλακτικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство обмена, мена, меновая торговля Plat. -
31 αλουργοπωλικη
-
32 αμπελουργικη
ἡ (sc. τέχνη) виноградарство Plat. -
33 αμφισβητητικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство спора Plat. -
34 ανδραποδιστικη
ἡ (sc. τέχνη) похищение людей и продажа их в рабство, работорговля Plat. -
35 ανδριαντοπλαστικη
-
36 ανθρωπειος
-
37 ανθρωπονομικη
-
38 απεργαζομαι
1) выделывать, производить, создавать(τὰ ξύλινα τοῦ τείχους Arph.; ἔργον Plat.)
2) причинять, производить, вызывать(δόξαν ψεύδη Plat.; πάταγον, ὕπνον Arst.; φθόρον Plut.)
φόνον ἀ. — совершать убийство;νίκην ἀ. τινι Plat. — доставлять кому-л. победу, дать возможность кому-л. победить3) воспитывать, формировать(τὸν φιλόσοφον Plat.)
4) делать, превращать(ἀγαθόν τινα Xen.; τοὺς συνόντας διαλεκτικωτέρους Plat.)
παραίτιον ἀπειργάσθαι τινά τινος Plut. — возложить на кого-л. ответственность за что-л.;ἀ. ὕδωρ γῆν Plat. — превращать воду в землю;ἀγαθον τι ἀ. τινα Plat. — делать какое-л. добро кому-л.5) доводить до конца (до совершенства), завершать(ἀνέρ ἀπειργασμένος καλὸς καγαθός Xen.; τέχνη ἀπειργασμένη Plat.)
6) описывать, изображать(σχῆμά τινος Plat.)
-
39 απεργαστικη
-
40 αποτελεσματικος
3завершающий, т.е. дающий (конкретные) результаты(τέχνη, ὡς ζωγραφία Sext.)
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek