-
1 εριστικα
τά эристика, искусство спора Arst. -
2 εριστικη
-
3 εριστικον
См. также в других словарях:
ἐριστικά — ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc pl ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc/acc dual ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικάς — ἐριστικά̱ς , ἐριστικός eager for strife fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος … Dictionary of Greek
эри́стика — и, ж. книжн. Искусство спорить, полемизировать. Он опасался выступать в больших собраниях, потому что видел: многие из людей владеют искусством эристики изощреннее его, знают больше фактов, прочитали больше книг. М. Горький, Жизнь Клима Самгина.… … Малый академический словарь
ЭРИСТИКА — (греч. eristika искусство спора) искусство ведения спора. Первоначально Э. получила распространение в Др. Греции и понималась как средство отыскания истины с помощью спора. Э. должна была учить умению убеждать др. в правильности высказываемых… … Философская энциклопедия
αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… … Dictionary of Greek
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αντεπιχειρώ — ἀντεπιχειρῶ ( έω) (Α) 1. επιχειρώ και εγώ από την πλευρά μου 2. κάνω αντεπίθεση, αντεπιτίθεμαι 3. προσπαθώ να αποδείξω το αντίθετο 4. τα αντεπιχειρούμενα εριστικά επιχειρήματα για απόδειξη της αλήθειας ή για έλεγχο των παραπλανητικών… … Dictionary of Greek
εμφιλόνεικος — ἐμφιλόνεικος, ον (AM) αυτός που περιέχει φιλονεικία, που διεξάγεται με φιλονεικία, ο εριστικός. επίρρ... ἐμφιλονείκως με φιλονεικία, με εριστική διάθεση, εριστικά … Dictionary of Greek
εναγωνίζομαι — (AM ἐναγωνίζομαι) 1. παίρνω μέρος σε αγώνα, διαγωνίζομαι 2. αγωνίζομαι, πολεμώ σ έναν τόπο («παρέσχετε αὐτὴν [τὴν γῆν] εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῑς Ἕλλησιν», Θουκ.) 2. συζητώ εριστικά, διαφωνώ, αντιλέγω, διαπληκτίζομαι με λόγους … Dictionary of Greek