-
1 τεχνη
дор. τέχνᾱ ἥ1) искусство, ремесло, профессия Aesch., Soph., Her., Xen.ἐν τῇ τέχνῃ εἶναι Soph., Plat. — заниматься каким-л. делом
2) искусство, мастерство, умение Hom.3) хитрость, уловка, интрига Hom., Pind., Trag., Xen.ἔφυν οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς Soph. — я не рожден для низких интриг;
τέχνῃ ἐπιθέσθαι Thuc. — напасть хитростью4) способ, средство, приемἰθέῃ τέχνῃ Her. — напрямик, прямо, открыто;
πάσῃ τέχνῃ καὴ μηχανῇ Xen. — всеми способами и средствами5) произведение, изделие(ἀνδρὸς εὔχειρος Soph.)
-
2 τέχνη
η1) профессия; ремесло; 2) искусство;η Ακαδημία των καλών τέχνων — Академия Художеств;
εφαρμοσμένες τέχνες — прикладное искусство;
είκαστικές (καλές) τέχνες — изобразительные (изящные) искусства;
έργο τέχνης — произведение искусства;
3) умение, искусность, мастерство; техника;τέχνη του σκακιού — техника шахматной игры;
με μεγάλη τέχνη — с большим искусством;
με τέχνη — а) умело, ловко; — б) обманным путём;
κατέχω την τέχνη να... — владеть искусством чего-л.;
φτιαγμένος με τέχνη — искусный (о работе и т. п.);
§ γι' αγάπη της τέχνης — из любви к искусству;
με όλους τούς κανόνες της τέχνης — по всем правилам искусства
-
3 τέχνη
ἡ τέχνη умение, мастерство (как в материальной, так и в духовной сфере), искусство (ср. техника; политехникум) -
4 τέχνη
{сущ., 3}1. ремесло, профессия;2. искусство, художество, мастерство.Ссылки: Деян. 17:29; 18:3; Откр. 18:22.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τέχνη
-
5 τέχνη
{сущ., 3}1. ремесло, профессия;2. искусство, художество, мастерство.Ссылки: Деян. 17:29; 18:3; Откр. 18:22.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τέχνη
-
6 τέχνη
1. ремесло, профессия; 2. искусство, художество, мастерство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τέχνη
-
7 τέχνη
искусство, ремесло -
8 τέχνη
[тэхни] ουσ θ искусство, профессия, ремесло, сноровка, ловкость. -
9 Τέχνη θέλει το πριόνι, κι όποιος το κρατά, ιδρώνει
• Пилить пилой – гнуться спинойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τέχνη θέλει το πριόνι, κι όποιος το κρατά, ιδρώνει
-
10 Απ' τη φτώχεια αναπηδάει η τέχνη
– Απ' τη φτώχεια αναπηδάει η τέχνη– Πενιά τέχνας κατεργάζεται• Голь на выдумки хитраИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απ' τη φτώχεια αναπηδάει η τέχνη
-
11 Μάθε τέχνη κι άσ'τηνε κι αν πεινάσεις πιάσ'τηνε
Освой ремесло и оставь его, а когда наступит нужда используй это ремесло• Новому учиться – всегда пригодитьсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μάθε τέχνη κι άσ'τηνε κι αν πεινάσεις πιάσ'τηνε
-
12 Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε
• Делу обучиться всегда пригодитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε
-
13 Διονυσιος
I3II(ῡ) ὅ Дионисий1) Δ. ὅ Πρότερος или ὅ Πρεσβότερος Дионисий Старший, сын Гермократа, тиранн сиракузский с 405 г. по 367 г. до н.э. Xen., Arst., Polyb., Plut.2) Δ. ὅ Ὕστερος, ὅ Νεώτερος, ὅ Νέος или ὅ Δεύτερος Дионисий Младший, сын и преемник предыдущего, тиранн сиракузский с 367 г. по 343 г. до н.э. Arst., Diod., Plut.3) Δ. ὅ Ἁλικαρνασσεύς Дионисий Галикарнасский, греч. историк и филолог, проживавший в Риме с 29 г. до н.э. до своей смерти в 9 г. до н.э., автор Ῥωμαϊκέ ἀρχαιολογία, Τέχνη ῥητορική, Περὴ τοῦ Θουκυδίδου χαρακτῆρος и др.,4) ὅ Θρᾷξ Дионисий Фракиец, греч. грамматик I в. до н.э., автор Τέχνη γραμματική -
14 εμπυρος
21) употребляемый для огня, т.е. огнеупорный(σκεύη Plat.)
2) горящий, объятый огнем(βωμός, λαμπάς Anth.)
3) огненный, огневойἔ. τέχνη τοῦ Ἡφαίστου Plat. — кузнечное искусство Гефеста (ср. 7)
4) палящий, знойный(ἠέλιος Anth.)
5) совершаемый под палящим солнцем(ὁδοιπορία Diod.)
6) сжигаемый на жертвеннике, т.е. жертвенный(ὀρθοστάται Eur.)
7) связанный с огненным жертвоприношением, т.е. прорицательскийἐμπύρῳ χρῆσθαι τέχνῃ Eur. - — гадать по пламени горящей жертвы (ср. 3)
8) приготовленный на огне (вареный или жареный)(σάρξ Anth.)
9) пораженный (небесным) огнем, обожженный, обгорелый(νεκρός Eur.)
10) обжигающий, жгучий(δῆγμα Arst.)
11) пламенный, пылкий(ἔ. καὴ ἀκμάζων Plut.). - см. тж. ἔμπυρα
-
15 μουσικη
ἥ (sc. τέχνη или ἐπιστήμη)1) музыкальное искусство, музыка(μ. ἐστι ἥ τέχνη, ἣς τὸ κιθαρίζειν καὴ τὸ ἄδειν καὴ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς Plat.)
2) общее образование, духовная культура(μ. καὴ πάση φιλοσοφία Plat.)
ἐν μουσικῇ καὴ γυμναστικῇ παιδεύειν Plat. — воспитывать духовно и физически3) умение, искусствоμ. ἐν ἀσπίδι Eur. — умение владеть щитом, т.е. военное искусство
-
16 τεχνα
-
17 τεχνοσυνη
-
18 αγελαιοκομικη
-
19 αγελαιοτροφικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство ухода за стадами, животноводство Plat. -
20 αγοραστικη
ἡ (sc. τέχνη) торговля Plat.
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek