Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τέττιγες

См. также в других словарях:

  • τέττιγες — τέττῑγες , τέττιξ cicala masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CICADA — Apollini apud Gentiles sacra fuit, Deo Musico; quemadmodum et cycnus, ob cantum. Hinc etiam Poctae cicadae dicti, sed mali potius. Ita enim Simonides, apud Athenaeum, l. 15. c. 8. Φοῖβος ἐσαγεῖται τοῖς Τυνδαρίδῃσιν ἀοιδὰν, Τὰν ἄμετροι τέττιγες… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… …   Dictionary of Greek

  • σιγαλφοί — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἄφωνοι καὶ οἱ ἄγριοι τέττιγες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. άγνωστης ετυμολ., για τον οποίο έχουν διατυπωθεί διάφορες παρετυμολ. Κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. σιγή (πρβλ. σίγιον). Ωστόσο, θεωρείται μάλλον αμφίβολη η… …   Dictionary of Greek

  • τεττιγοφορία — ἡ, Μ [τεττιγοφόρος] το να φορεί κάποιος χρυσούς τέττιγες …   Dictionary of Greek

  • τεττιγοφορώ — έω, Α [τεττιγοφόρος] φορώ χρυσούς τέττιγες …   Dictionary of Greek

  • КАЛОФОНИЧЕСКОЕ ПЕНИЕ — Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) [калофония; греч. καλοφωνία, от καλός прекрасный и φωνή голос, звук], греч. певч. стиль, расцвет которого приходится на 2 последних столетия… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»