-
1 Φρυνίχου
Φρύνιχοςmasc gen sg -
2 πάλαισμα
πάλαισμα, τό, Kunstgriff, Kunst des παλαιστής, Ringerkunst, das Ringen; παλαισμάτων αὐχένα ἐξέπεμψας, Pind. N. 7, 72; παλαισμάτεσσιν ἰχνέων, P. 8, 36; ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων, Ol. 9, 14; πολλὰ παλαίσματα καὶ γυιοβαρῆ, Aesch. Ag. 63; πάλαισμ' ἄφυκτον τοῖς ἐναντίοις ἔχοις, Eum. 746; παλαίσμαϑ' ἡμῶν ὁ βίος, Eur. Suppl. 550; ἀσκέων πεντάεϑλον παρ' ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν Ὀλυμπιάδα, Her. 9, 33; vgl. Plat. Euthyd. 277 c Phaedr. 256 b; Folgende. Uebh. jeder Kunstgriff, künstliches Mittel, τὸ καλῶς δ' ἔχον πόλει πάλαισμα μήποτε λῠσαι ϑεὸν αἰτοῦμαι, Soph. O. R. 879, wo der Schol. erkl. τὴν ζήτησιν τοῠ φόνου τοῦ Λαΐου, richtiger scheint es auf Oedipus' Klugheit zu gehen; Φρυνίχου παλαίσματα, Ar. Ran. 689; auch in Prosa, Xen. Mem. 2, 1, 14.
-
3 σφάλλω
Aσφᾰλῶ Th.7.67
: [tense] aor. 1 ἔσφηλα, [dialect] Ep.σφῆλα Od.17.464
, [dialect] Dor.ἔσφᾱλα Pi.P.8.15
: but the intrans. , Si.13.22, Am.5.2, opt. σφάλαι ib.Jb. 18.7, are prob. forms of a Hellenistic [tense] aor. 1 Εσφᾰλα (presupposing Εσφᾰλον as ἦλθα presupposes ἦλθον, etc.): [tense] pf.ἔσφαλκα Plb.8.9.2
:— [voice] Pass., [tense] fut.σφᾰλήσομαι S.Tr. 719
, 1113, Th.3.14, etc.; freq. in med. form σφᾰλοῦμαι, S.Fr. 588, X.Smp.2.26: [tense] aor. ἐσφάλην [ᾰ] Alc.Supp. 27.13 (prob.), Hdt.4.140, Th.8.24, etc.; ἐσφάλθην only in Gal.5.62: [tense] pf. , Pl.Cra. 436c: [tense] plpf.ἔσφαλτο Th.7.47
:— make to fall, overthrow, properly by tripping up, trip up in wrestling, ;οὐδ' ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Od.17.464
;Ἕκτορα Pi.O.2.81
;ἀλλάλους σφάλλοντι παλαίμασι Theoc.24.112
; [ πώλους] E.Hipp. 1232;γόνυ τινός Id.Heracl. 128
;τινὰ γνύξ A.R.3.1310
;τινὰ ἐπὶ τὴν γῆν D.S.14.23
; τὸ μὴ ὑπερπίνειν ἧττον ἂν καὶ σώματα καὶ γνώμας ς. X.Cyr.8.8.10, cf. 1.3.10 ([voice] Pass.); σ. ναῦς throw them on their beam-ends, Plu.Them.14, cf. Polyaen.3.11.13; [ ἵπποι] ἔσφηλαν (gnomic [tense] aor.) τὸν ἀναβάτην throw him, X.Eq.3.9:—[voice] Pass., to be tripped up,Φρυνίχου παλαίσμασιν Ar. Ra. 689
(troch.); of a drunken man, σφαλλόμενος προσέρχεται reeling, staggering, Id.V. 1324, cf. Heraclit. 117;σ. ὑπὸ οἴνου X.Lac.5.7
, cf. AP11.26 (Marc. Arg.);σ. ἵππος Plu.Phil.18
; σ. [ ἱππεύς] is thrown, X. Eq.7.7.II generally, cause to fall, overthrow,βία καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν Pi.P.8.15
;ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σ. τινά Hdt.7.16
.ά; σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς S.El. 416
;σφάλλω.. ὅσοι φρονοῦσιν εἰς ἡμᾶς μέγα E.Hipp.6
; [ὀργὴ] πλεῖστα.. σ. βροτούς Id.Fr.31
; ἡ καταφρόνησις, ἡ ἀπειρία σ. τινά, Th.1.122, 2.87: abs.,ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις φασὶ σφάλλειν πλέον ἢ τέρπειν E.Hipp. 262
(anap.): also of things,ἁμαρτίαι σ. τὴν σωτηρίαν S.Fr. 192
;δειναὶ τύχαι σ. δόμους E.Med. 198
(anap.);σ. τὰς πόλεις Th.3.37
, etc.;σ. δίκαν E.Andr. 780
(lyr.); σφάλλων, name of a throw of the dice, Eub.57.5 (s. v.l.):—[voice] Pass., to be overthrown, fall, esp. of persons falling from high fortunes,σφαλεὶς γὰρ οὐδεὶς εὖ βεβουλεῦσθαι δοκεῖ Chaerem. 26
, cf. S.Tr. 297, 719, E.Fr.262.2, etc.; ἢν σφαλῇ [ ἡ Ἑλλάς] Hdt.7.168; ἢν ἄρα τι σφαλλώμεθα, opp. κατορθοῦν, Th.1.140, cf. Ar. Ra. 736 (troch.), Pl. 351;σφαλλομένους ἐπανορθῶν X.Mem.2.4.6
;ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Th.2.87
, cf. 43; ὑπὸ νόσων, ἐρώτων, μέθης ἐσφαλμένος, Pl.R. 396d; ὑπὸ χρόνων τι ς. suffer from length of time, Id.Lg. 769c: c. dat. modi,σφάλλεσθαι ἀξιόχρεῳ δυνάμει Th.6.10
;τοῖς ἀγῶσι Id.7.61
;τοῖς ὅλοις Plb.1.43.8
: with a Prep.,ἐν τῇ μάχῃ X. HG7.2.2
, cf. Hdt.7.50;τι ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg. 461d
; ;περί τινος Plu.2.164c
: with neut. Adj.,σφάλλεσθαι ἓν μέγα Pl.Lg. 648e
; ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ' ἐσφάλη this mishap took place by means of.., S.Aj. 1136; οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν σοί I shall not fail in thy business, Id.Tr. 621.III baffle, balk, frustrate, of an oracle, Hdt.7.142;θεὰ ἤδη μ'.. ἔσφηλεν S.Aj. 452
, cf. E.Alc.34 (anap.), Andr. 223; ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν ς. Aeschin.3.125:— [voice] Pass., err, go wrong, be mistaken,κατὰ γνώμην Hdt.7.52
: abs., S.El. 1481, E.IA 1541, etc.; μῶν ἐσφάλμεθ'; am I mistaken? Id.Andr. 896;ἡ ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται Isoc.1.32
;γνώμῃ σφαλέντες Th.4.18
; διανοίᾳ ς. Pl.Sph. 229c; so σ. τὴν γνώμην, τὸν λογισμόν, Clearch.23, Plu. Sull.15: c. inf., οὐκ ἂν σφαλείη.. ἑλέσθαι be led astray into choosing, Id.2.711b.2 [voice] Pass. also, c. gen. rei, to be balked of or foiled in a thing, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων; A.Eu. 717; γάμων, δόξης, τύχης, E.Or. 1078, Med. 1010, Ph. 758;τῆς δόξης Th.4.85
;τοῦ αὐχήματος Id.7.66
, cf. 5.110;οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληθείας Pl.Cra. 436c
;τῶν πραγμάτων ᾗ ἔχει Id.Hp.Mi. 372b
; ἀνδρός lose him, S.Tr. 1113;τοῦ παντός Plu.Brut.20
:— σφάλλειν τινὰ ἀπ' ἐλπίδος cast him down from his hope, Luc.Dem.Enc.29. -
4 ἀείδω
ἀείδω, [dialect] Ion. and poet. form used by Hom., Pi., and sometimes in Trag. and Com. (even in trim., A.Ag.16, E.Fr. 188; intetram., Cratin. 305), also in [dialect] Ion. Prose; [var] contr. [full] ᾄδω (also Anacr.45, Theoc.), Trag., Pl., etc.: [tense] impf.Aἤειδον Od.
, [dialect] Ep.ἄειδον Il.
, etc.; Trag. and [dialect] Att. , Th.2.21: [tense] fut.ἀείσομαι Od.22.352
, Thgn.943, butᾄσομαι h.Hom.6.2
, 32.19, Thgn.243, and alwaysin [dialect] Att. (ᾄσεις, σουσιν in Ar. Pax 1297, Pl.Lg. 666d are corrupt); rarely in act. form ἀείσω, Sapph. 11, Thgn.4, Ar.Lys. 1243 ([dialect] Lacon.), and late Poets, as Nonn.D.13.47 (in E.HF 681 ἀείδω is restored by Elmsl.); still more rarely ᾄσω, Babr. 12.13, Men.Rh.p.381S., Him.Or.1.6; [dialect] Dor.ᾀσεῦμαι Theoc.3.38
,ᾀσῶ Id.1.145
: [tense] aor.ἤεισα Call.Epigr.23.4
, Opp.C.3.1, [dialect] Ep. ἄεισα [ᾰ] Od.21.411; (lyr.); (lyr.); , Pl.Ti. 21b:—[voice] Med., [tense] aor. ἀεισάμην (in act. sense) PMag.Lond. 47.43, imper.ἀείσεο h.Hom.17.1
(nisi leg. ἀείσεο):—[voice] Pass.,ἀείδομαι Pi.
, Hdt.: poet. [tense] impf.ἀείδετο Pi.
: [tense] aor. ᾔσθην, v. infr. 11.1: [tense] pf.ᾖσμαι Pl.Com.69.11
. (ἀϝείδω, cf. αὐδή, ὑδέω.) [ᾰ: but [pron. full] ᾱ metri gr. Od. 17.519, h.Hom.12.1, 27.1, Il.Parv..1, Thgn.4, Theoc.7.41, etc.]:— sing, Il.1.604, etc.: hence of all kinds of vocal sounds, crow as cocks, Pl.Smp..223c; hoot as owls, Arat.1000; croak as frogs, Arist. Mir. 835b3, Thphr.Sign.3.5, etc.; οἱ τέττιγες χαμόθεν ᾄσονται Stes. ap.Arist.Rh. 1412a23:—of other sounds, twang, of the bow-string, Od.21.411; whistle, of the wind through a tree, Mosch.Fr.1.8; ring, of a stone when struck, Theoc.7.26:—prov., πρὶν νενικηκέναι ᾄδειν ' to crow too soon', Pl.Tht. 164c.—Constr.:—ἀ. τινί sing to one, Od.22.346; also, vie with one in singing, Theoc.8.6; ᾄ. πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν sing to.., Arist.Pr..918a23;ὑπ' αὐλοῖς Plu.2.41c
:—ἀείσας.. χαίρειν Δημοκλέα, poet. for εἰπών, Epigr.Gr.237.7 ([place name] Smyrna).II trans.,1 c. acc. rei, sing of, chant,μῆνιν ἄειδε Il.1.1
;παιήονα 1.473
; κλέα ἀνδρῶν, νόστον, 9.189, Od.1.326;τὸν Βοιώτιον νόμον S.Fr. 966
: c. gen. (sc. μέλος), sing an air of.., , cf. 1225: abs., ἀ. ἀμφί τινος to sing in one's praise, Od.8.266;ἀμφί τινα Terp.2
, cf. E.Tr. 513; : later, simply = καλεῖν, Ael.NA3.28:—[voice] Pass., of songs, to be sung, Hdt.4.35;τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσέντα Pl.Ly. 205e
; ᾆσμα καλῶς ᾀσθέν, opp. λόγος καλῶς ῥηθείς, X.Cyr.3.3.55; ᾄδεται λόγος the story runs, Ph.1.189.2 of persons, places, etc., sing, praise, celebrate, B.6.6, etc.:—[voice] Pass., ἀείδεται θρέψαισ' ἥρωας is celebrated as the nurse of heroes, Pi.P.8.25, cf. 5.24.3 [voice] Pass., to be filled with song,ἀείσετο πᾶν τέμενος.. θαλίαις Pi.O.10(11).76
.
См. также в других словарях:
Φρυνίχου — Φρύνιχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
κλεψ — κλέψ, πός, ὁ (Α) κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται γιά νεολογισμό τού Φρυνίχου που προήλθε μάλλον κατ απόσπασιν από σύνθ., όπως π.χ. είναι το βοῦ κλεψ] … Dictionary of Greek
μελισιδωνοφρυνιχήρατα — και δ. γρφ. αρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατα, τὰ (Α) (κωμική λέξη τού Αριστοφ.) σιδωνικά τραγούδια τού Φρυνίχου, τα οποία ήταν γλυκά σαν το μέλι («λύχνους ἔχοντες καὶ μινυρίζοντες μέλη ἀρχαὶα μελισιδωνοφρυνιχήρατα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ., πιθ … Dictionary of Greek
μονότροπος — η, ο (ΑΜ μονότροπος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει κατά έναν και μοναδικό τρόπο, ο ενός μόνο είδους, μονότονος νεοελλ. 1. φυσ. χημ.) αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο τής μονοτροπίας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονότροπα βοτ. γένος… … Dictionary of Greek
ποάστρια — ἡ, Α 1. αυτή που ξεριζώνει τα άχρηστα χόρτα 2. πληθ. Ποάστριαι τίτλος κωμωδιών τού Μάγνητος και τού Φρυνίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποάζω + επίθημα τρια (πρβλ. μονάσ τρια)] … Dictionary of Greek
πολυφράδμων — Τραγικός ποιητής, γιος του ποιητή Φρύνιχου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό μαζί με τον Αισχύλο και ήρθε τρίτος με το έργο του Λυκουργεία. * * * ον, Α πολυφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (<… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek