Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σιγαλφοί

См. также в других словарях:

  • σιγαλφοί — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἄφωνοι καὶ οἱ ἄγριοι τέττιγες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. άγνωστης ετυμολ., για τον οποίο έχουν διατυπωθεί διάφορες παρετυμολ. Κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. σιγή (πρβλ. σίγιον). Ωστόσο, θεωρείται μάλλον αμφίβολη η… …   Dictionary of Greek

  • σίγιον — τὸ, ΜΑ είδος τζίτζικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σιγή (πρβλ. και σιγαλφοί*)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»