-
1 γεγωνός
γεγωνός, όν (γέγωνα), laut gesprochen, vernehmlich, ἔπη Aesch. Spt. 425; βοή Antiphan. bei Ath. X, 450 f; ἀνήρ Mel. 123 (VII, 428), d. i. tonreich, ein Sänger. Auch compar., γεγωνότεροι κύκνων τέττιγες Ant. Th. 30 (IX, 92).
-
2 λαλαγέω
λαλαγέω, schwatzen, plaudern, μὴ νῠν λαλάγει τὰ τοιαῠτα, Pind. Ol. 9, 43; von Vögeln, ταὶ δ' ἐπὶ δένδρῳ ὄρνιχες λαλαγεῦντι, Theocr. 5, 48 ( Schol. λιγυρὸν ᾄδουσι), wie ἀηδόνες λαλαγεῠσι, Marian. 2 (IX, 668); χελιδών, Leon. Tar. 57 (X, 1); vom Wiederhall, Paul. Sil. 48 (VI, 54), u. öfter in der Anth.; auch τέττιγες, Theocr. 7, 139. Vgl. λαλάζω.
-
3 αἰθαλίωνες
αἰθαλίωνες, τέττιγες Theocr. 7, 139, schwarzbraun (vgl. Mel. 111 αἰϑίοψ χρώς); andere erkl. Sonnenwärme liebend.
См. также в других словарях:
τέττιγες — τέττῑγες , τέττιξ cicala masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CICADA — Apollini apud Gentiles sacra fuit, Deo Musico; quemadmodum et cycnus, ob cantum. Hinc etiam Poctae cicadae dicti, sed mali potius. Ita enim Simonides, apud Athenaeum, l. 15. c. 8. Φοῖβος ἐσαγεῖται τοῖς Τυνδαρίδῃσιν ἀοιδὰν, Τὰν ἄμετροι τέττιγες… … Hofmann J. Lexicon universale
κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… … Dictionary of Greek
σιγαλφοί — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἄφωνοι καὶ οἱ ἄγριοι τέττιγες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. άγνωστης ετυμολ., για τον οποίο έχουν διατυπωθεί διάφορες παρετυμολ. Κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. σιγή (πρβλ. σίγιον). Ωστόσο, θεωρείται μάλλον αμφίβολη η… … Dictionary of Greek
τεττιγοφορία — ἡ, Μ [τεττιγοφόρος] το να φορεί κάποιος χρυσούς τέττιγες … Dictionary of Greek
τεττιγοφορώ — έω, Α [τεττιγοφόρος] φορώ χρυσούς τέττιγες … Dictionary of Greek
КАЛОФОНИЧЕСКОЕ ПЕНИЕ — Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) [калофония; греч. καλοφωνία, от καλός прекрасный и φωνή голос, звук], греч. певч. стиль, расцвет которого приходится на 2 последних столетия… … Православная энциклопедия