-
21 σχήμα
1) kadlub2) podoba3) tvar -
22 σχήμα
shapeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σχήμα
-
23 αγγελικό σχήμα
αγγελικό σχήμα τοΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αγγελικό σχήμα
-
24 πρό-σχημα
πρό-σχημα, τό, das, was man vorhält, das Vorgehaltene; – a) das zum Schmuck Dienende, Zierde, Pracht, wie Soph. die pythischen Kampfspiele πρόσχημα Ἑλλάδος nennt, El. 672, u. Her. 5, 28 πρόσχημα Ἰωνίης von Milet sagt; καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστήν, Plat. Rep. VI, 495 c; ὡς ἐπὶ προσχήματός τινος οὖσα, Dem. 59, 41; öfter bei Pol., τῆς οἰκίας, ἀρχῆς, 5, 10, 1. 6, 33, 12; εἰς βασιλικὸν ἦλϑε πρόσχημα, D. Sic. 2, 6. – b) Vorwand, Beschönigung, Deckmantel; οὐδὲν ἄλλο σοι πρόσχημ' ἀεί, Soph. El. 515; πρόσχημα ποιεῖσϑαι, Her. öfter; αὗταί σφι πρόσχημα ἔσαν τοῠ στόλου, 6, 44; λόγου, 6, 133; auch πρόσχημα ποιεύμενος ὡς ἐπ' Ἀϑήνας ἐλαύνει, 7, 157, indem er sich stellte, als wollte er gegen Athen ziehen (auch als absol. accus.), zum Vorwand, um einen Vorwand zu haben, 9, 871; Thuc. 5, 30; Lys. 6, 37; Plat. Prot. 316 d vrbdt πρόσχημα ποιεῖσϑαι καὶ προκαλύπ τεσϑαι ποίησιν; vgl. 317 a; auch Einleitung, πρόσχημα δέ μοί ἐστι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῠ λόγου, Hipp. mai. 286 a; ποιεῖσϑαι, Lys. 6, 37; Φίλιππος ὄνομα καὶ πρόσχημα ἦν τοῠ πολέμου, Pol. 11, 6, 4; u. a. Sp.
-
25 πρό-σχημα [2]
πρό-σχημα, τό, das, was man vorhält, das Vorgehaltene; – a) das zum Schmuck Dienende, Zierde, Pracht, wie Soph. die pythischen Kampfspiele πρόσχημα Ἑκλάδος nennt, El. 672, u. Her. 5, 28 πρόσχημα Ἰωνίης von Milet sagt; καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστήν, Plat. Rep. VI, 495 c; ὡς ἐπὶ προσχήματός τινος οὖσα, Dem. 59, 41; öfter bei Pol., τῆς οἰκίας, ἀρχῆς, 5, 10, 1. 6, 33, 12; εἰς βασιλικὸν ἦλϑε πρόσχημα, D. Sic. 2, 6. – b) Vorwand, Beschönigung, Deckmantel; οὐδὲν ἄλλο σοι πρόσχημ' ἀεί, Soph. El. 515; πρόσχημα ποιεῖσϑαι, Her. öfter; αὗταί σφι πρόσχημα ἔσαν τοῦ στόλου, 6, 44; λόγου, 6, 133; auch πρόσχημα ποιεύμενος ὡς ἐπ' Ἀϑήνας ἐλαύνει, 7, 157, indem er sich stellte, als wollte er gegen Athen ziehen (auch als absol. accus.), zum Vorwand, um einen Vorwand zu haben, 9, 871; Thuc. 5, 30; Lys. 6, 37; Plat. Prot. 316 d vrbdt πρόσχημα ποιεῖσϑαι καὶ προκαλύπτεσϑαι ποίησιν; vgl. 317 a; auch Einleitung, πρόσχημα δέ μοί ἐστι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῦ λόγου, Hipp. mai. 286 a; ποιεῖσϑαι, Lys. 6, 37; Φίλιππος ὄνομα καὶ πρόσχημα ἦν τοῦ πολέμου, Pol. 11, 6, 4; u. a. Sp.
-
26 σχήμαθ'
σχή̱ματα, σχῆμαform: neut nom /voc /acc plσχή̱ματι, σχῆμαform: neut dat sgσχή̱ματε, σχῆμαform: neut nom /voc /acc dual -
27 σχήματ'
σχή̱ματα, σχῆμαform: neut nom /voc /acc plσχή̱ματι, σχῆμαform: neut dat sgσχή̱ματε, σχῆμαform: neut nom /voc /acc dual -
28 ὑπογράφω
A write under an inscription, subjoin or add to it, τῇ στήλῃ ὑ. ὅτι οὐκ ἐνέμειναν τοῖς ὅρκοις" Th.5.56;τὰς πόλεις.. ὧν εἷς ἕκαστός ἐστιν IG22.237.34
; ὁ ὑπογεγραμμένος the undermentioned, CIG 1957g (Maced.), cf. PTeb.61 (a).10, al. (ii B. C.);ἐπὶ τῶν ὑπογεγραμμένων μαρτύρων PAvrom.1
A 7 (i B. C.; but κατὰ τὰ ὑπογεγραμμένα as has been indicated (above), PCair.Zen. 173.10 (iii B. C.), v. infr. 11.4).2 sign, subscribe,τὸ ψήφισμα αὐτοῦ ὑπέγραψα Hyp.Eux.30
, cf. PTeb. 35.11 (ii B. C.):—[voice] Med., ὑ. τὰς καταβολάς sign and so make oneself liable for the payment, D.Ep.3.40; τοὺς ἵππους ἰδίους ὑ. signed his name as their owner, D.S.13.74 codd. (better ἀπεγράψατο as Peiresc and Plu.Alc.12); ὑπογράψας ἐπιβουλεῦσαί με having accused me of plotting, D.37.23 (v.l. in 23.220); ὑ. κρίσεις τινί lodge accusations against one, Plb.22.4.6 (s. v.l.);ὑ. τὴν ἀντωμοσίαν κατά τινος Them.Or.26.313c
; bring an accusation against one, .II write under, i.e. trace letters for children to write over,οἱ γραμματισταὶ τοῖς μήπω δεινοῖς γράφειν τῶν παίδων ὑπογράψαντες γραμμὰς τῇ γραφίδι Pl.Prt. 326d
: metaph., ἡ πόλις νόμους ὑ. traces out laws as guides of action, ibid., cf. Lg. 734e: abs., πάντα ὑ. τῷ πράττειν give all directions for acting, ib. 711b; ᾗ ἡμεῖς ὑ. as we sketched out, Id.Tht. 171e: folld. by relat. clause, τοὺς.. ὑπογράψαντας τίνα τρόπον .. Phld.Mus.p.86 K.2 trace in outline, sketch out,οἱ γραφεῖς ὑπογράψαντες ταῖς γραμμαῖς οὕτως ἐναλείφουσι τοῖς χρώμασι τὸ ζῷον Arist.GA 743b24
;καθάπερ ζωγράφον ὑ. ἔργα Pl.Lg. 934c
;ὡς λόγῳ σχῆμα πολιτείας ὑπογράψαντα μὴ ἀκριβῶς ἀπεργάσασθαι Id.R. 548c
;ὑ. τοῖς ἐξεργάζεσθαι καὶ διαπονεῖν δυναμένοις Isoc.5.85
; sketch,τὸ σχῆμα τῆς Σικελίας Plu.Nic.12
; mark on a map,πόλεις Ptol.Geog.1.18.5
:—[voice] Med., οἷον δή τις ναυπηγὸς.. καταβαλλόμενος τὰ τροπιδεῖα ὑπογράφεται τῶν πλοιων σχήματα has their forms traced out, Pl.Lg. 803a;ὑ. τὸ σχῆμα τῆς πολιτείας Id.R. 501a
;ὑ. σκιάν Poll. 7.129
(v.l.):—[voice] Pass., τὰ ὑπογεγραμμένα the symptoms described, Hp. Epid.1.3, cf. 19, Phld.Piet.19.3 σπληνίσκος ὑπογεγραμμένος ἱππέα with an outline sketch of a horseman upon it, Michel 832.24 (Samos, iv B. C.).4 metaph. senses taken from 11.1, 11.2, trace, indicate,τοῖς τιμιωτέροις ὑπέγραψεν ἡ φύσις τὴν βοήθειαν Arist.PA 658a23
;τὰς δύο φλέβας.. ἡ φύσις ὑπέγραψεν Id.GA 740a28
; ; ὑπογράφων αὐτῷ μεγάλας ἐλπίδας hinting at.., Plb.5.36.2, cf. 5.62.1, Aët.9.42;ἐλπίδα παραιτήσεως ὑπογράφει θεῶν διὰ τιμῆς Epicur.Ep.3p.65U.
; τὴν αὐτὴν ἀπορίαν ὑπογράφουσιν present or suggest the same problem, Str.17.1.34; indicate,τὸν χαρακτῆρα τῆς λέξεως D.H.Dem.40
;τὴν μετὰ κίσσαν ἐπιμέλειαν Sor.1.54
: c. dupl. acc.,νομάδας αὐτοὺς ὑπογράφων Str.1.1.6
:—[voice] Pass., was traced,Epicur.
Ep.3p.59U.; μέχρι τοῦ πρῶτον ὑπογραφέντος αὐτοῖς χνοῦ till the first signs of their beard appeared, Luc.Am.10.5 [voice] Med., describe generally,ὑ. τὴν διόρθωσιν τοῦ νόμου D.S.12.18
:— [voice] Pass., τύπῳ.. ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς (impers.) Arist.de An. 413a10, cf. SE 181a2.III [voice] Med., ὑ ἑαυτῷ εἰς μνήμην c. inf., make a memorandum that.., App.Pun. 136.IV [voice] Med., pledge, mortgage,ὑπογράψονται τὼς χώρως Tab.Heracl.1.149
.V ὑπογράφειν or - γράφεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς paint under the eyelids, Nic. Dam.4 J., J.BJ4.9.10, Poll.5.102, Luc.Bis Acc.31;ὑπεγέγραπτο τοὺς ὀφθαλμούς Ath.12.529a
: abs.,ὑπογεγραμμένη Ar.Fr. 880
, Hsch.; cf. ,ὑπόγραμμα 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπογράφω
-
29 περι-φερής
περι-φερής, ές, herumgetragen, herumgedreht, sich herumdrehend, ὀφϑαλμοί, rollend, Luc. Iup. trag. 30, – rund umgeben, δῶμα περιφερὲς ϑριγκοῖς, Eur. Hel. 437, vgl. Ion 743; rund, γῆ, Plat. Phaed. 108 e; Ggstz εὐϑὺ σχῆμα, Parm. 137 a, u. öfter; σχῆμα, Pol. 5, 22, 1; Folgde, wie Luc. Gymnas. 27. – Nach Her. 4, 33 hießen so die fünf Männer, welche die hyperboreischen Jungfrauen nach Delos begleiteten, sonst ϑεωροί; bei Hesych. steht πέρφερες, wonach man περφερέες geändert hat.
-
30 σκημα
-
31 υποδυομαι
только один раз ὑποδύω (см. 2 у Xen.)1) погружаться, нырятьὑ. θαλάσσης κόλπον, ὑ. ὑπὸ κῦμα θαλάσσης Hom. и ὑ. ἐς τέν θαλάσσην Luc. — погружаться в море;
ὑ. ταῖς ἡδοναῖς Plut. — погружаться в наслаждения;ταῖς μνήμαις τινὸς ὑ. Plut. — предаваться воспоминаниям о ком(чем)-л.2) опускаться, приседатьὑποδύειν καὴ ἀναβάλλειν τὸν ἀναβάτην Xen. — (о лошади) приседать и сбрасывать всадника;
ὀφθαλμοὴ ὑποδεδυκότες Luc. — провалившиеся (впалые) глаза3) подходить снизу, подлезать, укрываться, прокрадыватьсяὑ. ὑπὸ τέν ζεύγλην Her. — надевать на себя ярмо (досл. подходить под ярмо);
τῇ πέλτῃ ὑποδύς Luc. — прикрывшись щитом;τέν πέτραν ὑπέδυ Plut. — он подлез под камень;ὑ. ὑπό τινος и ὑπό τι Arph. — скользнуть (юркнуть) под что-л.4) утихать, становиться смирным5) надевать себе на ноги(καττύματα Arph.)
ἄνυσόν ποθ΄ ὑποδυσάμενος Arph. — поскорее обуйся6) (о маске, виде и т.п.) надевать на себя, приниматьΠοσειδῶνα ὑποδεδυκώς Luc. — под маской Посидона или переодетый Посидоном;
ὑ. ὑπὸ τὸ σχῆμά τινος и ὑ. τὸ σχῆμά τινι Arst. — принимать вид чего-л.;ὑ. προγόνων ἀρεταῖς Plut. — прикрываться добродетелями предков7) вкрадываться, закрадываться, охватыватьὑποδύεται ταῖς ψυχαῖς ὁρμέ ἐς τοὺς κινδύνους Luc. — душами овладевает страсть к опасностям;
τίς μ΄ ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα ; Aesch. — что за боль схватила меня?;ἀρρωστία ὑποδύεται Xen. — появляется расслабленность;πᾶσιν ὑπέδυ γόος Hom. — рыдание охватило всех;θαύματα καὴ τότε ὑπεδύετο περὴ αὐτά Plat. — уже тогда это казалось удивительным8) втираться, подольщатьсяἔπη δολερᾶς φρενὸς ὑπέδυ μοι Soph. — слова хитреца обольстили меня;
ὑ. τινα Plut. — заискивать у кого-л., втираться в доверие к кому-л.;τέν τῶν πολλῶν χάριν ὑ. Plut. — снискивать благоволение масс9) брать или принимать на себя, тж. предпринимать(τὸν πόλεμον Her.)
πάντα μὲν πόνον, πάντα δὲ κίνδυνον ὑ. Xen. — идти навстречу любым трудностям и любым опасностям;τέν αἰτίαν ὑποδύσασθαι Dem. — принять на себя ответственность;10) снизу выходить, вылезатьθάμνων ὑπεδύσετο Hom. — (Одиссей) выполз из кустов;
κακῶν ὑποδύσασθαι Hom. — выбраться из бед;ὑ. παρά τι Dem. — проскальзывать мимо чего-л., миновать что-л. - см. тж. ὑποδύνω -
32 σχημ'
σχῆμι, σχάωslit open so as to let something escape: pres ind act 1st sgσχῆμαι, σχάωslit open so as to let something escape: pres ind mp 1st sgσχῆμα, σχῆμαform: neut nom /voc /acc sg -
33 σχῆμ'
σχῆμι, σχάωslit open so as to let something escape: pres ind act 1st sgσχῆμαι, σχάωslit open so as to let something escape: pres ind mp 1st sgσχῆμα, σχῆμαform: neut nom /voc /acc sg -
34 μεγαλόσχημος
μεγαλόσχημος, -η, -οмонах, посвященный в высшую степень монашества – великий ангельский образ (схиму), см. αγγελικό σχήμα, μοναχός, σχήμαΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μεγαλόσχημος
-
35 εἶδος
A that which is seen: form, shape, freq. in Hom., of the human form or figure, esp. abs. in acc. with Adjs., εἶδος ἄριστος, ἀγητός, κακός, Il.3.39,5.787, 10.316;ἀλίγκιος ἀθανάτοισιν Od.8.174
; opp. φρένες, 17.454; opp. βίη, Il.21.316; δευτέρα πεδ' Ἀγιδὼν τὸ εἶ. Alcm.23.58; , etc.; appearance, of a dog, Od.17.308;ὄφιες ποικίλοι τὰ εἴδεα Hdt.3.107
;εἴδεα [τῶν θεῶν] σημήναντες Id.2.53
;γυνὴ τό γ' εἶδος Ar.Th. 267
: hence, periphr. for person, S.El. 1177;τὸ ἐπ' εἴδει καλόν Pl.Smp. 210b
.b esp. of beauty of person, comeliness,εἴδεος ἐπαμμένος Hdt.1.199
;πλούτῳ καὶ εἴδει προφέρων Id.6.127
.c Medic., physique, habit of body, constitution, Hp.Nat.Hom.9, Hum.1: more freq. in pl., Id.Aër.3, al.; εἴδεα εὔχροά τε καὶ ἀνθηρά ib.5.2 generally, shape,σχῆμα καὶ εἶδος Id.Off.3
, cf. Mochl.6, etc.; pattern, of 'figurate' numbers, Arist. Ph. 203a15;ἡ μονὰς εἶδος εἰδῶν τυγχάνει Theol.Ar.4
, cf. 17; decorative pattern or figure, Plu. Them.29 (pl.); of a musical scale,τοῦ διὰ τεσσάρων τρία εἰδη Aristox.Harm.p.74
M. (identified with σχῆμα, ibid.): in pl., shapes, i.e. various kinds of atoms (cf. ἰδέα), Democr. ap. Thphr. Sens.51.b Geom., δύο εἴδη τῷ εἴδει δεδομένα two figures given in species, Euc.Dat.53, etc.; esp. in central conics, rectangle formed by a transverse diameter and the corresponding parameter, Apollon.Perg. Con.1.14,21, al.; also, species of numbers, of the terms in an algebraical expression involving different powers of the unknown quantity, Dioph.Def.11.II form, kind, or nature,τῶν ἀλλέων παιγνιέων τὰ εἴδεα Hdt.1.94
;τὸ εἶ. τῆς νόσου Th.2.50
, etc.; ἐν ἁρμονίας εἴδει εἶναι, γενέσθαι, to be or become like.., Pl.Phd. 91d, cf. Cra. 394d; ὡς ἐν φαρμάκου εἴδει by way of medicine, Id.R. 389b; νόμων ἔχει εἶδος is in the province of law, Arist.Pol. 1286a3; situation, state of things,σκέψασθε ἐν οἵῳ εἴδει.. τοῦτο ἔπραξαν Th.3.62
; plan of action, policy,ἐπὶ εἶδος τρέπεσθαι Id.6.77
, 8.56; ἐπ' ἄλλ' εἶδος τρέπεσθαι take up another line, Ar.Pl. 317; specific notion, meaning, idea,ἂν παρέχῃ τὸ ἓν εἶ. δύο ὀνόματα.., περὶ ἑνὸς εἴδεος δύο ὀνόματα οὐ τὰ αὐτά Aen.Tact.24.1
; department, Hp.VM12 (but also, elementary nature or quality, ib. 15); type, sort,πυρετῶν Id.Epid.3.12
;αὐγῆς Id.Off.3
, etc.: Rhet., style of writing,τὰ εἴδη τῶν λόγων Isoc.13.17
, cf. Arist.Rh.Al. 1441b9 (pl.); later, definite literary form, Men.Rh.init., Procl.Chrest. p.243 W., EM295.52; also, example of a style,ὅλοις εἴδεσι Isoc.15.74
; later, single poem, applied to Pindar's odes by Sch.; also, written statement,ἀναγνωσθέντος εἴδους PAmh.2.65.11
(ii A.D.), cf. PTeb.287.12 (ii A.D.).III class, kind,πᾶν τὸ τῶν πίστεων εἶδος Isoc.15.280
, cf. D.24.192: freq. in Pl., περὶ παντὸς τοῦ εἴδους.. ἐν ᾧ .. Tht. 178a; ἑνὶ εἴδει περιλαβεῖν ib. 148d; εἰς ταὐτὸν ἐμπέπτωκεν εἶδος ib. 205d, etc.; logical species, Sph. 235d;ἓν εἶδος ἀποχωρίζειν Plt. 262e
; τὰς διαφορὰς ὁπόσαιπερ ἐν εἴδεσι κεῖνται, ib. 285b, al., cf. Arist.Metaph. 1057b7, al., Cat. 2b7; as a subdivision of γένος, Id.Rh. 1393a27; ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ γένους πεύκη, εἴδει διαφέρουσα, Dsc.1.69.3 form, opp. matter ([etym.] ὕλη), Id.Ph. 187a18, al., Metaph. 1029a29: hence, formal cause, essence, ib. 1032b1, etc.IV in later Gr., wares of different kinds, goods, POxy.109.1 (iii/iv A.D.), PFay.34.7 (ii A.D.): hence, payments in kind, opp. χρυσίον, Just.Nov.17.8, cf. Cod.Just.1.4.18, al.; spices, Lyd.Mag.3.61; groceries, Anon.post Max.p.120 L.; εἶ. ἰατρικόν drug, Hsch. s.v. νίτρον, cf. Hippiatr.129.54 and v. ἑξάειδος, τετράειδος, τρίειδος; of a chemical reagent, Zos.Alch.p.205 B. -
36 καινόταφον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινόταφον
-
37 περίκειμαι
A lie round about, c. dat., εὗρε σὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον νἱόν lying with his arms round him, Il.19.4 ; [ γωρυτὸς τόξῳ] περίκειτο] there was a case round the bow, Od.21.54 ; πασσάλοις (acc. pl.)κρύπτοισιν περικείμεναι.. κνάμισες Alc.15
; οἷς στέφανος περίκειται Pi.O.8.76 ; τὸ σχῆμα καὶ τὸ ὄνομα τῆς βασιλείας τινὶ π. Hdn.6.1.1 ;π. τινὶ τῶν πράξεων κηλίς Plu. Dio 56
: c. acc.,σφέας εὐσίη καὶ γαληναίη περικέαται Luc. Astr.3
: with a Prep.,περὶ [τὰς φλέβας] τὸ σῶμα π. τὸ τῶν σαρκῶν Arist. GA 764b30
: abs., τὰ περικείμενα χρυσία plates of gold laid on (an ivory statue), Th.2.13 ; [ ὁ κημὸς] περικείμενος put round the horse's mouth, X.Eq.5.3.2 metaph., οὐδέ τί μοι περίκειται there is no advantage for me, I have nought laid by, Il.9.321.b οἱ περικείμενοί τινι his supporters, POxy.1408.24 (iii A. D.).II c. acc. rei, have round one, wear, mostly in part., [τελαμῶνας] περὶ τοῖσι αὐχέσι περικείμενοι Hdt. 1.171
, cf. OGI56.67 (Canopus, iii B.C.) ; τιάρας π. Str.15.3.15 ;στεφάνους Plu.Arat.17
;πτέρυγα Luc.Icar.14
;προσωπεῖον Id.Nigr.11
, Aesop.360 ; στρατιωτικὴν δύναμιν π invested with.., Plu.Pomp.51 ; ὕβριν π. clad in arrogance, Theoc.23.14 (s. v.l.): rarely in other moods, περίκεισο ἄνθεα have garlands put round thee, AP11.38 (Polem.) ; περιέκειτο ξίφος, σχῆμα βασιλικόν, Hdn.3.5.7, 5.4.7 ;τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι Act.Ap.28.20
;περίκειται ἀσθένειαν Ep.Hebr. 5.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκειμαι
-
38 σύγκειμαι
A lie together, τρεῖς ὁμοῦ ς. S.Aj. 1309, cf. Thphr. HP1.2.1; νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ σχῆμα συγκείμενος having only the bones lying together in their places, Luc.Philops.31.II as [voice] Pass. of συντίθημι, to be composed or compounded, ;ἐκ στοιχείων Id.Tht. 201e
, cf. X.Cyn. 5.29;τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψυχῆς Isoc.15.180
; χορὸς ἐξ ἀνθρώπων ς. X.Oec.8.3;μέλος ἐκ τριῶν σ., λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ Pl.R. 398d
, cf. Phd. 92a;δέον συγκεῖσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος Arist.Pol. 1266a1
; of quack-doctors,οἱ ἐξ [ἀδοξίης] συγκείμενοι Hp. Lex1
;ἐξ ὀνομάτων σ. ἄνθρωπος Aeschin.3.229
;ἐξ ἀσελγείας καὶ ὠμότητος ἔχων συγκειμένην τὴν ψυχήν Plu.Sull.13
; c. gen. only,ἅρμα ἵππων σ. τεττάρων Philostr. Im.1.17
; εἰς ἓν ς. compounded into one body, Pl.Phlb. 29d: in later Gr. c. gen., belong to,πολιτείας PMasp.20.15
(vi A.D.).2 of written compositions, to be composed, κτῆμα ἐς αἰεὶ.. ξύγκειται [ὁ λόγος] Th.1.22, cf. Pl.Hp.Ma. 286a; ποίημα ς. Id.Ly. 221d;λόγοι πρὸς Δημοσθένην αὐτῷ συγκείμενοι Aeschin.2.47
; συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι misfortunes composed or invented by poets, Isoc.4.168; οὔπω σ. τέχνη περὶ αὐτῶν no art of Rhetoric has yet been put together, Arist. Rh. 1403b35, cf. 1402a17;ὁ μῦθος σ. ἐκ θαυμασίων Id.Metaph. 982b19
; also s.v. Μεθόδιος; of persons, τὴν γλῶτταν ξ. Philostr.VA4.36.3 to be contrived, concocted,τῇδε σ. δόλος E.Rh. 215
; πιστότερον ἢ ἀληθέστερον ς. Antipho 3.3.4;πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Lys.3.26
; τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα πλασθέντα.., συγκείμενα ἐπὶ τῇ τῶν πολιτῶν βλάβῃ concocted, Id.12.48.4 τὴν οὐσίαν τὴν συγκειμένην composed of matter and form, Arist.Metaph. 1054b5; τὸ ς. complex, ib. 1051b4, 1076b18, cf.σύνθετος 1.2
.5 Math., to be the sum of..,ὁ κῶνος, ἐξ ἴσων συγκείμενος κύκλων Democr.155
;οἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφὲν σχῆμα Archim.Con.Sph.21
, cf. Sph.Cyl.1.11, etc.; ὁσάκις σύγκειται ἁ ΓΔ γραμμὰ ἐν τᾷ ΑΔ as many times as the straight line ΓΔ is contained in ΑΔ, Id.Spir.1; also, to be a ratio compounded of two others, Euc.6.23, Apollon.Perg.Con.1.11, etc.III to be agreed on by two parties,σημεῖον ὃ ξυνέκειτο Th.4.111
;ταῦτα ἡμῖν οὕτω συγκείσθω Pl.Lg. 822c
; also : freq. in part., agreed on, arranged,ἡμέραι αἱ συγκείμεναι Hdt.3.157
; ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς ς. Id.6.89; φλογὸς σημεῖα τὰ ξ. Ar.Ec.6; ὁ σ. [χρόνος] the time agreed upon, Hdt.4.152;σ. χωρίον Id.8.128
, cf. 5.50; κατὰ τὰ ς. according to the terms of the agreement, Id.3.158, etc.; κατὰ τὰ σ. πρός τινα according to what had been agreed on with him, Id.6.14, cf. Arist.Pol. 1308a1; ἐκ τῶν ξ. Th.5.25; παρὰ τὰ ς. Luc.JTr.37;ἀπὸ ξ. λόγου Th.8.94
.2 impers. σύγκειται, it has been or is agreed on, : abs.,καθάπερ ξυνέκειτο Th.4.23
; ὥσπερ ς. X.HG5.1.10, cf. Pl.Cra. 433e, etc.;καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Ar.Ec.61
; συγκειμένου σφι, c. inf., although they had agreed to.., Hdt.5.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκειμαι
-
39 σχελυνάζει
σχελυνάζει· φλυαρεῖ, Hsch. ([tense] aor. ἐσχελύνασεν Id.). [full] σχέμα· σχῆμα, Ἀχαιοί, Id. (Implied also by the Lat. loan-wordA schèma.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχελυνάζει
-
40 σχηματίζω
σχημᾰτ-ίζω, [tense] pf. [voice] Pass. ἐσχημάτισμαι, v.infr. 11.1; but in sense of [voice] Med., v. infr.1.2.Iintr., assume a certain form, figure, posture, or position,ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα.. ἐν ταῖς μάχαις Pl.R. 526d
, cf. Polyaen.5.16.1, Ascl.Tact.12.1; τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα ς. Pl.Hp.Mi. 374b: abs., gesticulate, dance figures, Ar. Pax 324, Fr. 678:—[voice] Med., Poll.4.95 (also σ. ἑαυτόν put oneself in posture, Luc.Salt.17), v. infr. 11.3; προστάσεως, ἢν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται the pompous appearance, which they assume, Pl.R. 577a.2 [voice] Med., demean oneself in a certain way, make a show of being or doing,ἀγνοεῖ ταῦτα ἃ πρὸς τοὺς ἄλλους ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Id.Sph. 268a
; σεμνύνεται ἐσχηματις μένη ὡς.. gives itself airs under the pretence that.., Id.Grg. 511d: c. inf.,σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Id.Prt. 342b
; σχηματιζόμενος, opp. ἀληθῶς τι πεπονθώς, Id.Phdr. 255a.3 Astrol., of a heavenly body, to be in configuration, Man.4.500:—[voice] Pass., Heph.Astr.1.9 (printed ἐσχατ.), Tz.H. 1.471.II trans., give a certain form to a thing, shape, fashion, σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα (sc. τὸ ὀθόνιον) give such a form to the cloth as will fit.., Hp.Art.37; τὰ ἁπλᾶ σώματα ς. Arist.Cael. 306b3, cf. Phld.Rh.1.196 S.; ; παρθένον ἀκέφαλον ς. Eratosth.Cat.9;ἕκαστον μέρος πρὸς τὸ βέλτιον D.S. 5.73
;τὸ πρόσωπον εἰς ἡδονήν Ach.Tat.6.11
;τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ' ὕβρει Plu.CG13
:—[voice] Med., σχηματίζεσθαι κόμην arrange one's hair, E.Med. 1161:—[voice] Pass.,τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arist.Cael. 302b26
;τῶν ἐσχ. τι [γίνεται] ἐξ ἀσχημοσύνης Id.Ph. 188b19
, etc.;ἐσχημάτ ισται δ' ἀσπίς A.Th. 465
; τῶν -ιζομένων θεῶν the gods who possess figure, Dam.Pr. 261;τὸ πρόσωπον τὸ -ισθέν Phld.Mus.p.73
K.2 deck out, dress up,ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Luc.Merc.Cond.14
, cf. Fug. 13, JTr.16, Jul.ad Ath.274c: Rhet.,σ. λόγον Philostr.VS1.21.5
, cf. 2.1.11; opp. εὐθέως εἰπεῖν, Aristid.Rh.1p.462S.:—[voice] Pass.,ἐσχηματις μένοι περιέρχονται Lys.Fr.73
;θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματις μένοι Luc. JTr.8
; τὸ ἐσχηματισμένον figurative style, Demetr.Eloc. 294, cf. D.H. Rh.8,9, Philostr.VS2.17;ἐσχηματισμένα ζητήματα Hermog.Id.1.4
.3 arrange in certain figures,χορούς Chamael.
ap. Ath.1.21f; σ. αὑτόν pose oneself, for being painted, ib.12.543f:—[voice] Pass. and [voice] Med., put oneself in certain forms or postures, assume various shapes, Hp.Fract.2; εἴθισται ἐς χηματίσθαι to assume a position, ib. 15 (om. codd. MV, Gal.);ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι Id.Art.10
; of sick persons, Id.Coac.463; of the foetus, Sor.2.60; of actors, gesticulate, X.Smp.1.9; σχηματιζόμενοι ῥυθμοί accompanied with gestures, Arist.Po. 1447a27.6 use σχήματα (v.σχῆμα 7d
),σ. φορτικῶς D.H.Isoc.3
; construct,περίοδοι ὁμοίως -ιζόμεναι Id.Pomp. 5
, cf. Hermog.Inv.3.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχηματίζω
См. также в других словарях:
σχῆμα — form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… … Dictionary of Greek
σχήμα — το, ατος 1. μορφή, όψη κάποιου πράγματος: Μου αρέσει το σχήμα αυτού του βιβλίου. 2. «γεωμετρικό σχήμα», τρίγωνο, τετράγωνο, κύκλος κτλ. 3. «σχήμα λόγου», ιδιορρυθμία λόγου είτε ως προς τη γραμματική συμφωνία των όρων της πρότασης είτε ως προς τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακόλουθο σχήμα — Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο η συντακτική δομή του λόγου παρεκκλίνει από αυτήν που επιβάλλουν οι αρμόδιοι συντακτικοίκανόνες. H αντιγραμματική διαχείριση της συντακτικής πλοκής του λόγου συντείνει στη δραστικότερη απόδοση της σκέψης του… … Dictionary of Greek
αγγελικό σχήμα — Το ένδυμα που φορά, μετά την κουρά, ο μοναχός ή η μοναχή. Το ευχολόγιο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας διακρίνει τρεις τάξεις μοναχών που έχουν περιβληθεί το α.σ.: την τάξη του ρασοφόρου, την τάξη του μικρόσχημου και την τάξη του μεγαλόσχημου … Dictionary of Greek
αντίφραση — Σχήμα ρητορικό που σημαίνει τη χρησιμοποίηση μιας έκφρασης, μιας φράσης ή μιας λέξης με την αντίθετη έννοια από αυτή που έχει στην πραγματικότητα. Γίνεται συχνά για ειρωνεία ή κατ’ ευφημισμόν. * * * η λεκτικός τρόπος κατά τον οποίο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek