-
1 σφάξ
σφάξ, σφαγός, -
2 σφάξ
σφά̱ξ, σφήξwasp: masc nom /voc sg (doric) -
3 σφάξ'
σφάξαι, σφάζωslay: aor imperat mid 2nd sgσφάξαι, σφάζωslay: aor inf actσφάξα, σφάζωslay: aor ind act 1st sg (homeric ionic)σφάξε, σφάζωslay: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
4 σφάζω
Grammatical information: v.Meaning: `to slaughter (by cutting the throat), to kill, to sacrifice' (Il.).Other forms: - άττω (young-Att., anal. [Schwyzer 715]), - άδδω (Boeot.), aor. σφάξαι (Il.), pass. σφαγῆναι (IA. etc.), - χθῆναι (Pi., Hdt., E. in lyr. a.o.), fut. σφάξω (E. a.o.), pass. - γήσομαι (Att.), perf. midd. ἔσφαγμαι (Od.), act. ἔσφακα (late).Derivatives: 1. σφαγ-ή ( δια-, κατα-) f. `slaughter, killing; throat' (trag., Att. prose etc.) with - ῖτις ( φλέψ) `belonging to the throat (to the slaughter?)' (medic., Arist.; Redard 102), - εύς m. `slaughterer, sacrificial knife' (S., E., decrees ap. And., D. a.o.; Bosshardt 41). 2. - ιος `belonging to the slaughter, killing' (Hp., S. in lyr. a.o.); - ιον ( προ-), -mostly pl. - ια n. `victim, oblation, esp. before a battle' (IA.; Eitrem Symb. Oslo. 18,9ff.) with - ιάζομαι, - ιάζω `to slaughter, to sacrifice' (IA.), - ιασμός m. (E. in lyr., Plu. a.o.). 3. - ίς f. `slaughter-knife, sacrificial knife' (E. a.o.; also referring to σφαγή, Chantraine Form. 338) with - ίδιον (Suid.); but ἐπι-σφαγ-ίς `nape of the neck, where the axe strikes' and παρα-σφαγ-ίς `part next to the throat' (Poll.) Hypostases of σφαγή. 4. - εῖον n. `slaughtering-bowl, sacrificial bowl' (A., E., Ar., inscr.; from σφαγ-ή or - εύς?, cf. ἱερεῖον; on - ιον, - εῖον Schwyzer 470). 5. - ιστήριον = - εῖον (sch.). 6. σφάγμα n. `the killing' (sch.), futher only to the prefixed verbs, e.g. πρόσφαγ-μα (A., E. a.o.). 7. σφάκ-της m. `murderer' (late), in compp., e.g. καλαμο- σφάζω `one who kills with a pin' (Ph.), with - τικη μάχαιρα (Zonar.) 8. - τήρ m. `id.', only δια- σφάζω, χιμαρο- σφάζω (AP), - τρια f. `sacrificial priestess' (Ael.). 9. - τρον n. `sacrificial tax' (Palmyra IIp, Poll.). 10. - σφάξ, e.g. δια-σφάξ, - άγος f. `rip, split, chasm' (Hdt. a.o.). 11. - σφαγ-ία f., e.g. βοο- σφάζω `the killing of oxen' ( APl.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The above regular system can be without difficulty be understood as a Greek creation from a primary verb σφάζω, σφάξαι or a noun σφαγ-. -- No agreement outside Greek. Untenable hypotheses are mentioned by Bq and WP. 2, 653 (after Prellwitz and Persson), also in Hofmann Et. Wb. (to Arm. spananem `kill'). Cf. φάσγανον. -- Furnée 300 connects φάσγανον as φασγ-\/ σφαγ-; hard to consider as certain.Page in Frisk: 2,825-826Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφάζω
-
5 νεοσφάξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοσφάξ
-
6 σφήξ
σφήξ, σφηκός, [dialect] Dor.[full] σφάξ, σφᾱκός (Theoc.5.29), ὁ (fem. only in An.Par.1.168 and as f.l. in Antisth. ap. Stob.3.13.38):—A wasp,σφῆκες μέσον αἰόλοι Il.12.167
, cf. Hdt.2.92, Ar.Ach. 864, etc.; called εἰνόδιοι, from their making their nests in the road, Il.16.259;σφῆκες ἐκ γῆς Call.Iamb.1.98
; on the different species, v. Arist.HA 627b23, cf. 554b22: prov.,μή πως ἐγείρῃς σ. τὸν κοιμώμενον AP7.405
(Phil.), cf. 408 (Leon.).II = σφηκίσκος 11, Pherecr.238, IG11(2).156A56, al. (Delos, iii B.C.).
См. также в других словарях:
σφάξ — Πόλη και λιμάνι της Τυνησίας, πρωτεύουσα διοικητικής περιφέρειας. Είναι χτισμένη κοντά στα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης Ταπαρούρα και αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της χώρας. Έχει αξιόλογη βιομηχανία, κυρίως υπερφωσφορικών… … Dictionary of Greek
σφάξ — σφά̱ξ , σφήξ wasp masc nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάξ' — σφάξαι , σφάζω slay aor imperat mid 2nd sg σφάξαι , σφάζω slay aor inf act σφάξα , σφάζω slay aor ind act 1st sg (homeric ionic) σφάξε , σφάζω slay aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek
διασφάξ — η (AM διασφάξ) 1. κάθε άνοιγμα που δημιουργήθηκε βίαια, χαράδρα, φαράγγι, βαθιά σχισμή βράχου, ρέμα 2. χάσμα στη γη αρχ. 1. σχισμή αιμοφόρων αγγείων 2. σχισμή τού ήπατος 3. σχισμή ή κοιλότητα γύρω από τα βράγχια τών ψαριών 4. το γυναικείο αιδοίο … Dictionary of Greek
νεοσφάξ — νεοσφάξ, ό και ἡ (Α) νεοσφαγής·. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεο(ο) * + *σφαξ (< σφάζω), πρβλ. δια σφάξ] … Dictionary of Greek
Sfakia — Σφακιά The village of Sfakia. Location … Wikipedia
σφάζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφάττω και βοιωτ. τ. σφάδδω Α 1. θανατώνω κάποιον κόβοντάς του τον λαιμό 2. (γενικά) φονεύω, σκοτώνω με μαχαίρι, ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο 3. μτφ. πληγώνω βαθιά, βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τα λόγια της τόν έσφαξαν» β. «βλέπε … Dictionary of Greek
σφήκα — και σφήγκα, η / σφήξ, ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, η, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α κοινή σήμερα ονομασία υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια vespidae και είναι πολύ συγγενικά με τις… … Dictionary of Greek
σφήξ — ηκός, ὁ, ΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, ἡ, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α βλ. σφήκα … Dictionary of Greek
σύρτις — Ονομασία δύο αβαθών κόλπων της Λιβυκής θάλασσας, που σχηματίζονται από τις ακτές της Λιβύης και της Τυνησίας. 1. Μεγάλη Σ. Σχηματίζεται από τις νοτιοανατολικές ακτές της Τυνησίας και της Τριπολίτιδας, έχει άνοιγμα 216 χλμ. και βάθος 97 χλμ. Τα… … Dictionary of Greek