Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στήρ

См. также в других словарях:

  • στήρ — ητός, Α βλ. στέαρ …   Dictionary of Greek

  • στῆρ — στέαρ hard fat neut nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και στέας Μ, και στεῑαρ, είατος, και στῆρ, στητός Α το στερεό και συμπαγές λίπος τών εσωτερικών λιπαρών ιστών μυρηκαστικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή κεριών, σαπουνιών κ.ά. προϊόντων (α. «βόρειο στέαρ» β. «οὔτε… …   Dictionary of Greek

  • ХАЛДЕИ —    • Chaldaei,          Χαλδαι̃οι, собственно были жители Вавилонской страны между Евфратом и Тигром, по всей вероятности вышедшие из горных стран Армении. Хеn. Суr. 3, 1, 24. Strab. 12. р. 549. От них названа была X. каста жрецов в Вавилоне.… …   Реальный словарь классических древностей

  • πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… …   Dictionary of Greek

  • πλάτιγξ — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) το πλατύ και επίπεδο μέρος τού κουπιού, η πλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. πλατύς με εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στήρ ιγξ, στρόφ ιγξ)] …   Dictionary of Greek

  • στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… …   Dictionary of Greek

  • τευχήεις — εσσα, ῆεν, Α οπλισμένος («ὅσοισιν ὕπερθε καρήατα τευχήεντα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος (πρβλ. τευχη στής, τευχη στήρ) + κατάλ. εις (βλ. λ. όεις)] …   Dictionary of Greek

  • μναστήρ — μνᾱστήρ , μνηστήρ wooer fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»