-
1 σπαστός
wavyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπαστός
-
2 ἀντί-σπαστος
ἀντί-σπαστος, 1) auf die entgegengesetzte Seite gezogen, widerstrebend, Sp. auch entgegenwirkend. – 2) krampfähnlich, krampfhaft, ὀδαγμός Soph. Tr. 767; Andere erkl. beißend, heftig. – 3) in der Metrik ein Versfuß, in dem 2 Arsen zusammenstoßen, ñ ñ.
-
3 πολύ-σπαστος
πολύ-σπαστος, von mehreren Seiten od. an mehreren Fäden gezogen, μηχάνημα, ein Flaschenzug, Plut. Marc. 14 u. Math. vett.
-
4 σύ-σπαστος
σύ-σπαστος, zusammtengezogen, zusammenzuziehen, was sich zusammenziehen läßt, βαλάντια, Plat. Conv. 190 e.
-
5 τρί-σπαστος
τρί-σπαστος, dreifach gezogen, s. τροχαλία.
-
6 εὐ-περί-σπαστος
εὐ-περί-σπαστος, leicht herum-, wegzuziehen, Xen. Cyn. 2, 7.
-
7 εὐ-από-σπαστος
εὐ-από-σπαστος, leicht abzuziehen, zu trennen, ἀλλήλων Arist. H. A. 5, 18.
-
8 εὐ-διά-σπαστος
εὐ-διά-σπαστος, leicht zu zerreißen, zu zersprengen, χάραξ, Pol. 18, 1, 9.
-
9 δυς-από-σπαστος
δυς-από-σπαστος, 1) schwer abzureißen; Posid. bei Ath. IV, 152 a; δυςαποσπάστως ἔχειν, Plat. Ax. 365 b; Iambl. V. P. 5. – 2) wovon man sich schwer losreißt, Charit. 5, 8.
-
10 δυς-διά-σπαστος
δυς-διά-σπαστος, schwer zu trennen; τάξις Pol. 15, 15.
-
11 νευρό-σπαστος
νευρό-σπαστος, durch Sehnen gezogen; νευρόσπαστα ἀγάλματα, Her. 2, 48, durch Sehnen in Bewegung gesetzte Gliederpuppen; dah. τὰ νευρόσπαστα, Xen. Conv. 4, 55, Marionetten- u. vielleicht übh. Taschenspielerkünste, vgl. c. 2, wo ϑαύματα entspricht, Luc. Dea Syr. 16, u. oben νευρόσπασμα.
-
12 νεό-σπαστος
νεό-σπαστος, frisch, eben erst gezogen, abgepflückt, Erkl. des Vorigen, Gramm.
-
13 λυκό-σπαστος
λυκό-σπαστος, = Vorigem, Hesych.
-
14 αὐτ-επί-σπαστος
αὐτ-επί-σπαστος, selbst herbei-, zugezogen.
-
15 ἀ-περί-σπαστος
ἀ-περί-σπαστος, nicht hin- u. hergezogen, nicht zerstreut, nicht durch andere Geschäfte verhindert, Plut. Aristid. 5; καὶ σχολαῖος exil. 11; Pol. 2, 67. 29, 8; ebenso adv., 2, 20; ἀπ. ἐπαινεῖν Ath. I, 10 c.
-
16 ἀν-από-σπαστος
ἀν-από-σπαστος, nicht abgezogen, Sp.
-
17 ἀ-διά-σπαστος
ἀ-διά-σπαστος, unzerrissen, τάξις Pol. 1, 34, 5, – Adv. - στως διαγεγενημένη ἀρχή Xen. Ag. 1, 4, ist ungetheilt geblieben.
-
18 ἀνά-σπαστος
ἀνά-σπαστος, auf-, weggezogen, πύλη, eine zurückgezogene, geöffnete Thür, Soph. Ant. 1171 ( ἀνασπαστός ist falsch betont). Bei Her. 7, 80 aus seinem Vaterlande verbannt; ἀνάσπαστον ποιεῖν, vertreiben, 4, 204 u. öfter; vgl. ἀνάσπαστον ἄγειν τινά Plut. Luc. 14; Pol. 24, 8; freiwillig fortgehend, 2, 53; – οἱ ἀνάσπαστοι, bei Ael. V. H. 9, 11 u. Ath. XII, 543 e, Schuhriemen.
-
19 ἐπί-σπαστος
ἐπί-σπαστος, od., wo es dreier Endungen ist, richtiger ἐπισπαστός, adj. verb. zu ἐπισπάω, herbeigezogen, zugezogen, κακόν, ein selbst zugezogenes, selbstverschuldetes Unglück, Od. 18, 72. 24, 461 u. Sp.; βρόχοι, zugezogene Schlinge, Eur. Hipp. 783; angelockt, Paus. 8, 12, 6.
-
20 ἡμί-σπαστος
ἡμί-σπαστος, halb abgerissen, ἀπό τινος, Philodem. 24 (X, 21); halb zerstört, πόλεις, Strab. XVII, 831.
См. также в других словарях:
ευπερίσπαστος — εὐπερίσπαστος, ον (Α) αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί σπαστος (< περι σπώ), πρβλ. α περί σπαστος, πολυ περί σπαστος] … Dictionary of Greek
ισόσπαστος — ἰσόσπαστος καί σόσπαστος, ον (Μ) εντελώς σπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σπαστος (< σπάζω), πρβλ. νευρό σπαστος, πολύ σπαστος] … Dictionary of Greek
λυκόσπαστος — λυκόσπαστος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) λυκοσπάς*, κατασπαραγμένος από λύκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σπαστος (< σπάω), πρβλ. ανά σπαστος, νευρό σπαστος] … Dictionary of Greek
νευρόσπαστος — η, ο (Α νευρόσπαστος, ον) το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν) ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. (μτφ). άνθρωπος που δεν… … Dictionary of Greek
καρδιόσπαστος — καρδιόσπαστος, η, ον (Μ) αυτός που σπάζει την καρδιά, που συγκλονίζει («ἔρωτα καρδιόσπαστον πάντες τὸν ὀνομάζουν», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + σπαστoς (< σπάζω), πρβλ. κυνό σπαστος, νευρό σπαστος] … Dictionary of Greek
τρίσπαστος — ον, Α 1. (για μηχανήματα καθέλκυσης πλοίων) διαρθρωμένος σε τρία τμήματα («τρίσπαστον ὄργανον» τριπλή τροχαλία, Ορειβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίσπαστον ονομασία χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σπαστός (< σπάω / ῶ), πρβλ. τετρά… … Dictionary of Greek
monospastos — ► sustantivo masculino MECÁNICA Garrucha o polea que funciona independientemente. TAMBIÉN monopastos IRREG. plural monospastos * * * monospastos (de «mono » y el gr. «spastós») m. *Polea simple. ≃ Monopastos. ⇒ Polispasto[s]. * * * monospastos. ( … Enciclopedia Universal
θλαστός — θλαστός, ή, όν (Α) [θλω] 1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κλαστόθριξ — κλαστόθριξ, ότριχος, ὁ (Α) πάπ. (πιθ. ερμ.) κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός «σπαστός» + θριξ (< θρίξ), πρβλ. λευκό θριξ, μεγαλό θριξ] … Dictionary of Greek
κυνόσπαστος — κυνόσπαστος, ὁ (Α) το φυτό αγλαοφώτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + σπαστός (< σπάω / σπῶ)] … Dictionary of Greek
πολύσπαστος — η, ο / πολύσπαστος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο (γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών… … Dictionary of Greek