Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σπάδων

См. также в других словарях:

  • σπάδων — eunuch masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάδων — ωνος και οντος, ὁ, Α 1. ευνούχος («εἰ σπάδοντα νομίζει Δημήτριος αὐτόν», Πλούτ.) 2. ευνουχισμένο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα τού σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση δ (πρβλ. σπάδιξ) + επίθημα ων (πρβλ. κώδ ων) βλ. και λ. σπάω] …   Dictionary of Greek

  • σπαδών — όνος, ἡ, Α 1. σύσπαση, σπασμός 2. (γενικά) απόσπασμα, τεμάχιο 3. (κατά τον Ησύχ.) «σπαδόνα τὸ σπάσμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα τού σπάω / σπῶ, με οδοντική παρέκταση δ (πρβλ. σπάδιξ) και επίθημα ών (πρβλ. ροδών) βλ. και λ. σπάω] …   Dictionary of Greek

  • σπαδόνεσσιν — σπάδων eunuch masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάδονα — σπάδων eunuch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάδονας — σπάδων eunuch masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάδονες — σπάδων eunuch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

  • φλεδών — όνος, ἡ, Α φλυαρία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. φλέδων με καταβιβασμό τού τόνου ώστε να διακριθεί το όν. που δηλώνει την ενέργεια από το ουσ. τού δράστη τής ενέργειας, πρβλ. το ζεύγος σπαδών: σπάδων (για ετυμολ. βλ. λ. φλέδων)] …   Dictionary of Greek

  • sp(h)ei : sp(h)ī̆ and sp(h)ē : sp(h)ǝ-2 —     sp(h)ei : sp(h)ī̆ and sp(h)ē : sp(h)ǝ 2     English meaning: to pull, drag     Deutsche Übersetzung: “ziehen, spannen”     Material: Gk. σπάω, σπῶ (*spǝ sō) “pull, zerre, verrenke, falle with Zuckungen, Krämpfen an, pull ein, suck ein”;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Samonas — (grec : Σαμῶνας), est un dignitaire byzantin qui joua un grand rôle dans le gouvernement sous le règne de Léon VI le Sage, entre 900 et 908. Sommaire 1 Carrière 1.1 Le complot des Tzaoutzai 1.2 Tentative de fui …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»