-
1 εγκαινι(α)σμός
ο см. εγκαινίαση -
2 εγκαινι(α)σμός
ο см. εγκαινίαση -
3 ενθρονι(α)σμός
ο см. ενθρόνιση -
4 ενθρονι(α)σμός
ο см. ενθρόνιση -
5 καφεϊ(νι)σμός
ο отравление кофейном -
6 καφεϊ(νι)σμός
ο отравление кофейном -
7 κορυβαντι(α)σμός
ο исступлённый танец -
8 κορυβαντι(α)σμός
ο исступлённый танец -
9 στρυχνι(νι)σμός
ο отравление стрихнином -
10 στρυχνι(νι)σμός
ο отравление стрихнином -
11 συβαρι(τι)σμός
ο сибаритство -
12 συβαρι(τι)σμός
ο сибаритство -
13 κόσμος
κόσμος ο1) космос, вселенная;2) мир, общество, народ, люди: «εν τω κόσμο ην, και ο κόσμος δι’αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω» (Ιωάν. 1;10) «в мире был, и мир чрез Него начал быть, и мир Его не познал» (Ин. 1; 10);3) мир, сфера;ΦΡ.μετέστη εις τόν άλλον κόσμο — он переселился в иной мир, умерЭтим.дргр., первоначальное значение «мировой порядок, мироздание», этимология слова неизвестна, однако существует несколько версий происхождения термина: κόσμος < κόδ-σμος < κεδνός «серьезный, исключительный». κόσμος < κόν-σμος < kon < инд. ken «располагать гармонично». κόσμος < χόθ-μος < инд. ghodh «связывать, сочетать». Слово получило значение «совокупности всех объектов во вселенной» по причине гармоничности мироздания, см. примечание 4 -
14 διαμαγνητικότητα
[-ης (-ητος)] η, διαμαγνητικότητα σμός ο физ. диамагнетизм -
15 κατακελευσμός
κατακελευ-σμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακελευσμός
-
16 ἀνακλασμός
II in metre, overlapping, cf.ἀνακλάω 11.2
, Sch. Heph.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακλασμός
-
17 ἁλισμός
ἁλι-σμός, ὁA sprinkling with salt, Sor.1.82; = salsura, Gloss, [suff] ἁλί-σπαρτος, ον, sown or sprinkled with salt, Eust.1827.61, Hsch.,EM65.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλισμός
-
18 ἐπικελευσμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικελευσμός
-
19 ἀφλοισμός
Grammatical information: m.Meaning: `foaming at the mouth' (Ο 607).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Possibly verbal noun in - σμός to ἔφλιδεν διέρρεεν; διαπέφλοιδεν διακέχυται; πεφλοιδέναι φλυκταινοῦσθαι H. etc., s. φλιδάω. With ἀ- copulative? Or after ἀφρός?Page in Frisk: 1,196Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀφλοισμός
-
20 δατέομαι
Grammatical information: v.Meaning: `divide' (Il.; s. Leumann Hom. Wörter 281);Other forms: Aor. δάσ(σ)ασθαι, perf. δέδασμαι; from the aor new present δάσσω (Call. Fr. anon. 145).Derivatives: δατητής `divider' (A.), δατήριος `dividing' (A. Th. 711; haplol. for *δατητήριος), δάτησις (Poll.). - δασμός `distribution, tribute' (Il.; \< *δατ-σμός, Schwyzer 321 und 493), δάσμευσις `distribution' (X.), δάσματα μερίσματα H.; δαστήρ name of an official (Aetol.). - Lengthened present δατύσσειν λαφύσσειν, ἐσθίειν H., iterative preterite δασάσκετο (Ι 333).Etymology: No exact parallel. From the zero grade δᾰ- \< * dh₂- of δῆμος, δᾶμος. On the presentformation cf. πατέομαι and Schwyzer 705f. and 676. - Skt. dita- `divided' is an innovation of classiscal Sanskrit.Page in Frisk: 1,351-352Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δατέομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
-σμός — βλ. ισμός … Dictionary of Greek
εγελι(ανι)σμός — ο το φιλοσοφικό σύστημα τού Έγελου (Hegel), ο απόλυτος ιδεαλισμός … Dictionary of Greek
νεοκομφουκι(ανι)σμός — ο (φιλοσ.) μεγάλο ορθολογικό κίνημα αναγέννησης τού κομφουκιανισμού που συντελέστηκε στην Κίνα κατά την εποχή Σονγκ, τον 11ο μ.Χ. αιώνα, και το οποίο άσκησε σημαντική επίδραση στην κινεζική σκέψη για περισσότερα από 800 χρόνια … Dictionary of Greek
εσμός — (I) ο (AM ἑσμός) 1. (για μέλισσες ή σφήκες) σμήνος 2. πλήθος, αγέλη, ομάδα («ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν», Αριστοφ. «ο εσμός τών αιχμαλώτων», Βιζυην.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. έζομαι, ενώ πιο πειστική είναι η ερμηνεία τής λ. από σύνθετο ε… … Dictionary of Greek
ИНТРОНИЗАЦИЯ — [греч. ἐνθρονι[α]σμός], возведение новоизбранного Предстоятеля Поместной Церкви (а в древности и епископа) на кафедру. Смысл И. В традиц. церковной терминологии служение епископа прочно связано с его кафедрой (καθέδρα сиденье, стул и проч.) это… … Православная энциклопедия
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
ναυαγησμός — ναυαγησμός, ὁ (Α) ναυαγία*, συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγῶ + κατάλ. σμός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. νουθετῶ: νουθετη σμός] … Dictionary of Greek
ξεναγησμός — ξεναγησμός, ὁ (Μ) η ξεναγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεναγῶ, κατά τα αρσ. σε σμός (πρβλ. νουθετη σμός)] … Dictionary of Greek
ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… … Dictionary of Greek
τρωσμός — και τιτρωσμός, ὁ, Α πρόωρη γέννηση, αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. σμός (πρβλ. θρω σμός: θρῴσκω). Το σ τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.] … Dictionary of Greek
φανητιασμός — ὁ, Μ τάση για πομπώδη εξωτερική εμφάνιση με σκοπό τον εντυπωσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανητιῶ / φανητία + κατάλ. (α)σμός (πρβλ. σεληνια σμός)] … Dictionary of Greek