-
81 ποτ-αίνιος
ποτ-αίνιος (ποτὶ αἶνος, vgl. πρόσφατος, nach den VLL., wie Phot., dorisch), frisch, neu; στέφανος, Pind. Ol. 11, 60; οὐδέ μοι ποταίνιον πῆμ' οὐδὲν ἥξει, Aesch. Prom. 102; neu, unvermuthet, u. wie recens, neu, frisch, π οταίνιον γὰρ αἷμά σοι χεροῖν ἔτι, Ch. 1051; Eum. 272; Soph. Ant. 824; sp. D.
-
82 πλεκτός
πλεκτός, geflochten, gedreht, bes. von Korbgeflechten u. Seilen; πλεκτὴν ἀναδέσμην, Il. 22, 469; σειρή, Od. 22, 175; τάλαροι, 9, 247; ἅρματα, Hes. Sc. 63; ἄνϑη τε πλεκτά, Aesch. Pers. 610; στέγαι, Prom. 711; πλεκταῖς ἐώραις, ἀρτάναις, Soph. O. R. 1264 Ant. 54; στέφανος, Eur. Hipp. 73; ἀγκύλας, I. T. 1408, u. öfter, u. Sp. oft, s. πλεκτή.
-
83 πολυ-ποίκιλος
πολυ-ποίκιλος, sehr bunt, sehr mannichfaltig, ἀνϑέων στέφανος, Eubul. b. Ath. XV, 679 d.
-
84 στρούθιος
στρούθιος, = στρούϑειος, στέφανος, Ath. XV, 679 h, ἐκ τοῠ στρουϑίου καλουμένου ἄνϑους.
-
85 στεφανόω
στεφανόω, ion. στεφανεῠμαι statt στεφανοῠμαι, Her. 8, 59, eigtl. umzingeln, umgeben, als Rand umschließen; αἰγίδα, ἣν πέρι μὲν πάντη φόβος ἐστεφάνωται, rings um die Acgis ist Schrecken als Einfassung angebracht, Il. 5, 739, vgl. τῇ δ' ἐπ ὶ μὲν Γοργὼ ἐστεφάνωτο, 11, 36; ἀμφὶ δέ μιν ϑυόεν νέφ ος ἐστεφάνωτο, rings um ihn war eine Wolke als Umhüllung gelagert, 15, 153; περὶ νῆσον πόντος ἀπείριτος ἐστεφάνωται, Od. 10, 195; selten c. acc., τὰ τείρεα πάντα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται, Iliad. 18, 485, ἄστρα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται, Gestirne, mit denen der Himmel umkränzt ist, Hes. Th. 382, ἀμ φὶ δ' ὅμιλος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο, H. h. Ven. 120; περὶ δ' ὄλβος ἐστεφάνωτο, Hes. Sc. 204; sp. D.: πέριξ δέ μιν ἐστεφάνωντο δράκοντες, Ap. Rh. 5, 121; πάντα δ' ἄρ' ἐστεφάνωτο βαϑὺς ῥόος Ὠκεανοῖο, Qu. Sm. 5, 99. – Gew. bekränzen, bes. mit dem Sieges- od. Ehrenkranze schmücken, mit einem Kranze belohnen; χαίταν, Pind. Ol. 14, 24; πάτραν, N. 11, 21; στεφανοῠν κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν, Eur. Bacch. 177, u. öfter; auch τύμβον στεφανοῠν αἵματι, Hec. 128; στεφάνῳ χρυσῷ στεφανοῠν, Ar. Av. 1274; ῥόδοις, Equ. 961; δάφνῃ, Pax 1009, u. öfter; auch στεφανοῠν χρηστοῖς ἤϑεσι, Nubb. 946; auch εἶτ' ἐστεφάνουν μ' εὐαγγέλια, Equitt. 645, sie bekränzten mich für die gute Botschaft; Her. 7, 55; οἱ μὲν ἐστεφ ανώσαντο, zum Opfer, Thuc. 4, 81; vgl. Xen. An. 7, 1, 40; Cyr. 3, 3, 34 u. sonst; στεφανῶσαι ϑαλλῷ, Plat. Legg. XII, 946 b u. öfter; auch ϑαλλοῠ, Aesch. 2, 46, wo mehrere mss. στεφάνῳ hinzusetzen (s. στέφανος); Xen. στεφανωσάμενος ἐλάμβανε τὰ ὅπλα, An. 4, 3, 17, denn die Lacedämonier kränzten sich vor der Schlacht, vgl. Hell. 4, 2, 12 Lac. 13, 8; Plut. Luc. 22; ἄρχων ἐστεφανωμένος, Dem. 21, 17, vgl. στεφανηφόρος. – Uebh. schmücken, zieren, τινά τινι, Jac. Philostr. imagg. p. 294.
-
86 στεφανίς
στεφανίς, ίδος, ἡ, = στέφανος.
-
87 στεφανίσκος
στεφανίσκος, ὁ, dim. zu στέφανος, Kränzchen, Anacr. 40, 5. 42, 15.
-
88 στεφάνιον
-
89 στέφος
στέφος, τό, poet. statt στέφανος, Kranz; μαντεῖα περὶ δέρῃ στέφη, Aesch. Ag. 1238; ξὺν τῷδε ϑαλλῷ καὶ στέφει, Ch. 1301, vgl. Spt. 97 u. oben στέμμα; Soph. τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῠσα, O. R. 913; καλλίνικα στέφη, Eur. Phoen. 865; ἐπὶ κάρα στέφη βαλλομέναν, I. T. 1512, u. öfter.
-
90 φιλ-ανθής
φιλ-ανθής, ές, Blumen liebend; Βάκχος Eur. frg. bei Ath. XI, 465 b; μέλισσα M. Arg. 2 (V, 52); στέφανος Rufin. 10 (V, 72).
-
91 χρῡσεό-τευκτος
χρῡσεό-τευκτος, = χρυσότευκτος; στέφανος Eur. Med. 984; Orph. H. 54, 18.
-
92 χρῡσο-φαής
χρῡσο-φαής, ές, golden leuchtend, scheinend, goldglänzend; ἥλιος Eur. Hec. 634; στέφανος Ep. ad. 165 ( App. 352); Maneth. 2, 19; auch Ael. H. A. 17, 2.
-
93 χλωρό-κομος
χλωρό-κομος, grün belaubt, Eur. στέφανος δάφνας, I. A. 759.
-
94 ψίλινος
-
95 ψῡχ-απάτης
-
96 μύρτινος
μύρτινος, = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.
-
97 γρῡπός
γρῡπός, gekrümmt, Sp. γρυπότατος στέφανος Eubul. Ath. XV, 679 d, was Mein. für korrupt hält; bes. der eine Adlernase hat, Xen. Cyr. 8, 4, 21; Plat. Rep. V, 474 e u. Folgde; Ggstz σιμός.
-
98 κυλιστὴς
-
99 κότινος
κότινος, ὁ u. ἡ, nach Moeris der attische Ausdruck für ἀγριέλαιος, der wilde Oelbaum, Ar. Av. 621 u. Sp., wie Plut. Fab. 20. Aus seinen Zweigen wurden die Kränze für die olympischen Sieger geflochten, κοτίνου στέφανος, Ar. Plut. 586. 592, Archi. 1 (IX, 357); vgl. Paus. 6, 13, 2.
-
100 καλλί-παις
καλλί-παις, παιδος, mit schönen Kindern; οἴκων εὐϑυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί Aesch. Ag. 740; καλλίπαις στέφανος, der Kranz schöner Kinder, Eur. Herc. Fur. 839; bei Plat. Phaedr. 261 a heißt Phädrus so, als Vater schöner Reden; – Νερτέρων καλλίπαις ϑεά, schönes Kind, Eur. Or. 962.
См. также в других словарях:
Στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… … Dictionary of Greek
Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό … Dictionary of Greek
Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… … Dictionary of Greek
Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… … Dictionary of Greek
Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… … Dictionary of Greek
Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν … Dictionary of Greek
Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… … Dictionary of Greek