-
21 στέφανός
венокστέφανοςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στέφανός
-
22 Στέφανος
венец, венок, (символ победы); син. διάδημα; LXX: (עֲטָרָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Στέφανος
-
23 στέφανος
Стефан (один из семи диаконов в Иер. церкви, забитый камнями насмерть).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στέφανος
-
24 στέφανος
-
25 στέφανος
-ου + ὁ N 2 0-2-13-14-21=50 2 Sm 12,30; 1 Chr 20,2; Is 22,18.21; 28,1crown, sign of distinction Is 22,21; royal crown (as distinguished from the priestly κίδαρις? Ez 21,31) Ps 20(21),4 (most often translation of עטרה); garland (sign of joy) Jdt 3,7; crown, reward (metaph.) Prv 17,6; sign of distinction (metaph. of old age) Prv 16,31; οἱ στέφανοι crown taxes 1 Mc 10,29*Is 22,18 τὸν στέφανον the crown-צניף for MT צנוף (inf.) wind around; *Ps 64(65),12 τὸν στέφανον the crown-עטרת (subst.) for MT עטרת (verb) you crownCf. DELCOR 1967a, 161-163; DE TROYER 1997, 355-367; HORSLEY 1982, 50; LUST 1985 188-190 (Ez21,31); MONSENGWO PASINYA 1980, 369-375; →NIDNTT; TWNT -
26 πρωτο-στέφανος
πρωτο-στέφανος, mit dem ersten Kranze, Sp.
-
27 πολυ-στέφανος
πολυ-στέφανος, = vielfach od. sehr bekränzt; so heißt Bacchus im Hymn. (IX, 524, 17); a. sp. D.
-
28 σταχυο-στέφανος
σταχυο-στέφανος, mit Aehren gekränzt, Δηώ, Philp. 14 (VI, 104).
-
29 φιλο-στέφανος
φιλο-στέφανος, Kränze, Kronen liebend, danach trachtend, sich gern damit schmückend; Aphrodite, H. h. Cer. 102; Apollo, Hymn. (IX, 525); nach Ehrenod. Siegeskränzen strebend, Plut. Lyc. 23.
-
30 φιλησι-στέφανος
-
31 χρῡσεο-στέφανος
χρῡσεο-στέφανος, = χρυσοστέφανος, Eur. Ion 1085, κόρα.
-
32 χρῡσο-στέφανος
χρῡσο-στέφανος, goldumkränzt, mit goldenem Kranze, goldener Krone; H. h. 5, 1; Hes. Th. 17. 136; Beiwort der Hebe, Pind. Ol. 6, 57 P. 9, 113; ἄεϑλα Ol. 13, 1; κόρη Eur. Ion 1085; Osiris, Ep. ad. (App. 281); ἱππεῖς Pol. 31, 3,6.
-
33 χαλκο-στέφανος
χαλκο-στέφανος, mit Erz bekränzt, umgeben, τέμενος Ep. ad. 143 ( App. 242) bei D. Sic. 11, 14.
-
34 κρινο-στέφανος
κρινο-στέφανος, mit Lilien gekränzt; Auson. epist. 12, 14 nennt so die Musen.
-
35 κισσο-στέφανος
κισσο-στέφανος, = Folgdm; Bacchus, Anth. IX, 524, 11.
-
36 καλυκο-στέφανος
καλυκο-στέφανος, mit Blumenknospen umkränzt, Barbucall. 3 (VI, 55).
-
37 καλλι-στέφανος
καλλι-στέφανος, schön bekränzt, Demeter, H. h. Cer. 252. 296; von Städten, mit schönen Mauern eingefaßt; – ἐλαία, der Oelbaum zu Olympia, von dem die Kränze genommen wurden, Arist. mirab. 52 Schol. Ar. Plut. 586 Paus. 5, 15, 3.
-
38 εὐ-στέφανος
εὐ-στέφανος, p. ἐϋστέφανος, mit schönem Kopfschmucke, στεφάνη, und "schönbekränzt", Letzteres bei Hom. nicht; Artemis, Il. 21, 511; Aphrodite, Od. 8, 267; Hes. Th. 196. 1008 u. sp. D., z. B. Rufin. (V, 87); Demeter, Hes. O. 298; H. h. Cer. 224; von einer Nereide, Hes. Th. 255; der Urania, Ep. ad. 481 (VII, 616); von einer Sterblichen, der Mykene, Od. 2, 120; εὐστέφανοι ϑεῶν ϑυσίαι Ar. Nubb. 307; λειμῶνες Opp. Cyn. 1, 462. – Von Städten, mit Mauern wohl umkränzt, gut befestigt, Θήβη Il. 19, 99; Hes. Sc. 80 Th. 978; Κρότων Dion. P. 369; wie auch ἀγυιαὶ εὐστ. Pind. P. 2, 58 vom Schol. ὑψηλαί, εὖ τετειχισμέναι erklärt wird. Vgl. noch Ep. ad. (App. 336).
-
39 δορι-στέφανος
δορι-στέφανος, speerumkränzt; Σπάρτα Ep. ad. 507 (IX, 596).
-
40 μνησι-στέφανος
μνησι-στέφανος ἀγών, des Kranzes gedenkend, der die Belohnung des Kampfes ist, Pind. bei Eust.
См. также в других словарях:
Στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… … Dictionary of Greek
Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό … Dictionary of Greek
Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… … Dictionary of Greek
Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… … Dictionary of Greek
Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… … Dictionary of Greek
Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν … Dictionary of Greek
Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… … Dictionary of Greek