-
1 венок
венокм ὁ στέφανος, τό στεφάνι:лавровый \венок ὁ στέφανος δάφνης, ὁ δαφνο-στέφανος. -
2 Crown
subs.Skull: P. and V. κρανίον, τό (Eur., Cycl. 647).Crown of the head: V. κορυφή, ἡ (also Xen. but rare P.).Garland,. etc.: P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat. but rare P.), Ar. στεφάνη, ἡ, V. στέφος, τό; see also Wreath.Diadem of eastern kings: P. διάδημα, τό (Xen.).met., power,.rule: P. and V. κράτος. τό, ἀρχή, ἡ, V. use also σκῆπτρα, τά, θρόνοι, οἱ.Reward of victory: P. and V. στέφανος, ὁ.Contest where a crown is the prize: P. ἀγὼν στεφανίτης, ὁ.met., finishing touch: P. κεφαλαῖον, τό, κολοφών, ὁ, P. and V. θριγκός, ὁ (Plat.) (lit., coping-stone).——————v. trans.P. and V. στεφανοῦν, στέφειν (Plat. but rare P.), V. ἐκστέφειν, ἀναστέφειν, καταστέφειν, ἐρέφειν, στεμματοῦν, πυκάζειν, ἐξαναστέφειν.met., put the finishing touch to: P. κεφαλαῖον ἐπιτιθέναι ἐπί (dat.), κολοφῶνα ἐπιτιθέναι (dat.), τέλος ἐπιτιθέναι (dat.), V. θριγκοῦν (acc.).Crown with success: P. and V. ὀρθοῦν (acc.), κατορθοῦν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crown
-
3 южный
νότι/ος- Треугольник астр. - ο Τρίγωνο, το - ο ΔέλταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > южный
-
4 венок
I венок м το στεφάνι, ο στέ φανος возложить \венок κατα θέτω στέφανο II венок καταθέτω στέφανο 2) (поручать) αναθέτω ◇ \венок надежды στηρίζω τις ελπίδες* * *мτο στεφάνι, ο στέφανοςвозложи́ть вено́к — καταθέτω στέφανο
-
5 венец
венецм1. церк., поэт. уст. τό στεφάνι, ὁ στέφανος:идти под \венец στεφανώνομαι, παντρεύομαι·2. уст. ἡ κορώνα, τό στέμμα·3. астр. τό ἀλώνι, ἡ ἄλως, ὁ φωτεινός κύκλος. -
6 тернбвый
терн||бвыйприл τής τσαπουρνιάς:\тернбвыйо́вая ягода τό τσάπουρνο· \тернбвыйо́вый венец перен ὁ ἀκάνθι-νος στέφανος. -
7 венок
[βινόκ] ουσ. α. στέφανος -
8 терновый венец
[τιρνόβυϊ βινιέτς] ουσ. α ακάνθινος στέφανος -
9 венок
[βινόκ] ουσ α στέφανος -
10 терновый венец
[τιρνόβυϊ βινιέτς] ουσ α ακάνθινος στέφανος -
11 Band
subs.P. and V. δεσμός, ὁ. V. ἅμμα, τό.For the head: P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat. but rare P.), V. στέφος, τό, ἀνάδημα, τό, ἄνδημα, τό, P. ταινία, ἡ.For the hair: Ar. and V. μίτρα, ἡ.Twisted bands of thongs: V. πλεκταὶ ἱμάντων στροφίδες (Eur., Andr. 718).Collection of people: P. and V. ὅμιλος, ὁ, σύλλογος, ὁ, σύστασις, ἡ, V. χορός, ὁ (rare P.), στόλος, ὁ, λόχος, ὁ, ὁμιλία, ἡ, ὁμήγυρις, ἡ, πανήγυρις, ἡ.Band of revellers: P. and V. θίασος, ὁ, V. κῶμος, ὁ.Band of soldiers: P. and V. τάξις, ἡ, λόχος, ὁ.With a large band: V. πολλῇ χειρί.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Band
-
12 Bunch
subs.Of flowers: P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat.), V. στέφος, τό, πλόκος, ὁ.Of grapes: P. and V. βοτρύς, ὁ. P. σταφυλή, ἡ (Plat.).Plucking bunches of tender myrtle: δρέπων τερείνης μυρσίνης... πλόκους (Eur., El. 778).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bunch
-
13 Chaplet
subs.P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat. but rare P.), V. στέφος, τό, πλόκος, ὁ, πλέγμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chaplet
-
14 Decoration
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Decoration
-
15 Diadem
subs.Of Eastern kings: P. διάδημα, τό (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Diadem
-
16 Fillet
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fillet
-
17 Garland
subs.P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat. but rare P.), V. στέφος, τό. Ar. στεφάνη, ἡ; see also wreath. Wear garlands, v.: P. στεφανηφορεῖν.Weave garlands: Ar. στεφανηπλοκεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Garland
-
18 Palm
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Palm
-
19 Ribbon
subs.P. ταινία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ribbon
-
20 Wreath
subs.Wreath of smoke: Ar. πλεκτάνη καπνοῦ (Av. 1717).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wreath
См. также в других словарях:
Στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… … Dictionary of Greek
Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό … Dictionary of Greek
Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… … Dictionary of Greek
Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… … Dictionary of Greek
Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… … Dictionary of Greek
Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν … Dictionary of Greek
Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… … Dictionary of Greek