-
1 κυλιστὴς
-
2 πετρο-κυλιστής
πετρο-κυλιστής, ὁ, der Felsen, Steine Wälzende, Strab. XV.
-
3 ἁμαξο-κυλιστής
ἁμαξο-κυλιστής, ὁ, Karrenschieber? Als γένος Μεγαρικόν Plut. qu. gr. 59.
-
4 αμαξοκυλιστης
- οῦ ὅ опрокидыватель повозок(Ἁμαξοκυλισταί было прозвищем мегарцев, предки которых, по преданию, опрокинули в болото повозки, отправлявшиеся в Дельфы) Plut.
-
5 πετροκυλιστης
-
6 πετροκυλιστής
A rolling rocks or stones,κερκοπίθηκοι Str.15.1.56
: Σίσυφος π., name of a play by Aeschylus, Anon. in EN145.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετροκυλιστής
-
7 ἁμαξοκυλιστής
A down-roller (i.e. destroyer) of wagons: in pl., name of a Megarian family, Plu.2.304e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξοκυλιστής
-
8 ἁμαξοκυλιστής
-
9 πετροκυλιστής
πετρο-κυλιστής, ὁ, der Felsen, Steine Wälzende
См. также в других словарях:
πετροκυλιστής — ὁ, Α αυτός που κυλάει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + *κυλιστής (< κυλίνδω «κυλώ»), πρβλ. αμαξο κυλιστής] … Dictionary of Greek
αμαξοκυλιστής — ἁμαξοκυλιστής, ο (Α) 1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών 2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί όνομα μεγαρικής οικογένειας.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + *κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»] … Dictionary of Greek