Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κυλιστὴς

См. также в других словарях:

  • πετροκυλιστής — ὁ, Α αυτός που κυλάει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + *κυλιστής (< κυλίνδω «κυλώ»), πρβλ. αμαξο κυλιστής] …   Dictionary of Greek

  • αμαξοκυλιστής — ἁμαξοκυλιστής, ο (Α) 1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών 2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί όνομα μεγαρικής οικογένειας.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + *κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»