-
1 χρῡσεό-τευκτος
χρῡσεό-τευκτος, = χρυσότευκτος; στέφανος Eur. Med. 984; Orph. H. 54, 18.
-
2 χρυσεότευκτος
χρῡσεό-τευκτος, ον,A = χρυσότευκτος (q. v.), Id.H.55.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεότευκτος
См. также в других словарях:
χρυσότευκτος — ον, ΜΑ, και χρυσεότευκτος Α κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ. β. «χρυσότευκτα γράμματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] … Dictionary of Greek