-
1 χλωρό-κομος
χλωρό-κομος, grün belaubt, Eur. στέφανος δάφνας, I. A. 759.
-
2 χλωρόκομος
χλωρό-κομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωρόκομος
-
3 χλωρόκομος
-
4 χλωροκομος
См. также в других словарях:
χλωρόκομος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χλωρή κόμη, χλωρό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] … Dictionary of Greek