-
1 στεφανίς
στεφανίς, ίδος, ἡ, = στέφανος.
-
2 στεφανίς
στεφανίςparapet: fem nom sg -
3 στεφανίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανίς
-
4 στεφανίδος
στεφανίςparapet: fem gen sg -
5 ἰθμαίνω
ἰθμαίνω· ἀσθμαίνω, Hsch. [full] ἰθμία· ἡ τῶν μελισσῶν ἐρυθρὰ κόπρος, Id. [full] ἰθμίν (sic)· περιστόμιον, περιτραχήλιον, ἢ στεφανίς, Id. (cf. ἴσθμιον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰθμαίνω
См. также в других словарях:
στεφανίς — parapet fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίς — Όνομα αγίας της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στην Ιταλία επί Αντωνίνου (138 160). Η μνήμη της τιμάται στις 11 Νοεμβρίου. * * * ίδος, ἡ, Μ χαμηλός τοίχος ο οποίος χρησίμευε ως προμαχώνας, στεφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος ή… … Dictionary of Greek
στεφανίδος — στεφανίς parapet fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)