Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στεφανίς

См. также в других словарях:

  • στεφανίς — parapet fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανίς — Όνομα αγίας της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στην Ιταλία επί Αντωνίνου (138 160). Η μνήμη της τιμάται στις 11 Νοεμβρίου. * * * ίδος, ἡ, Μ χαμηλός τοίχος ο οποίος χρησίμευε ως προμαχώνας, στεφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος ή… …   Dictionary of Greek

  • στεφανίδος — στεφανίς parapet fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»