Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρῡσο-φαής

См. также в других словарях:

  • θεοφαής — θεοφαής, ές (Μ) αυτός που λάμπει θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φαής (< φάος), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • καινοφαής — καινοφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει με καινούργιο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φαής (< φάος «φως), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • λαμπροφαής — λαμπροφαής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φαής (< φάος, τὸ «φως») πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • λειψιφαής — λειψιφαής, ές (Α) (για τη σελήνη) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. λειψίφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι (βλ. λείπω) + φαής (< φάος), πρβλ. νυκτο φαής, χρυσο φαής, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος*] …   Dictionary of Greek

  • μελαμφαής — μελαμφαής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός («μελαμφαὲς οἴχεται δι Ἔρεβος χθονὶ κρυφθείς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φαής (< φάος), πρβλ. λαμπρο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • νεαροφαής — νεαροφαής, ές (Α) αυτός που ήλθε στο φως πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + φαής (< φάος «φως, λάμψη»), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοφαής — ές, Α αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση τού πορφυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • ξανθοφαής — ξανθοφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει σαν χρυσός, χρυσαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + φαής (< φάος), πρβλ. χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοφαής — ές, Α 1. αυτός που μόλις αρχίζει να λάμπει, να φέγγει 2. φρ. «πρωτοφαὴς σελήνη» η νέα σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φαής (< φᾶος), πρβλ. χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»