-
1 χρῡσο-φαής
χρῡσο-φαής, ές, golden leuchtend, scheinend, goldglänzend; ἥλιος Eur. Hec. 634; στέφανος Ep. ad. 165 ( App. 352); Maneth. 2, 19; auch Ael. H. A. 17, 2.
-
2 χρῡσοφαής
χρῡσο-φαής, ές, u. χρῡσο-φάεννος, ον, golden leuchtend, scheinend, goldglänzend -
3 χρυσοφαής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοφαής
-
4 χρυσοφαης
См. также в других словарях:
θεοφαής — θεοφαής, ές (Μ) αυτός που λάμπει θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φαής (< φάος), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
καινοφαής — καινοφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει με καινούργιο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φαής (< φάος «φως), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
λαμπροφαής — λαμπροφαής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φαής (< φάος, τὸ «φως») πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
λειψιφαής — λειψιφαής, ές (Α) (για τη σελήνη) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. λειψίφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι (βλ. λείπω) + φαής (< φάος), πρβλ. νυκτο φαής, χρυσο φαής, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek
μελαμφαής — μελαμφαής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός («μελαμφαὲς οἴχεται δι Ἔρεβος χθονὶ κρυφθείς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φαής (< φάος), πρβλ. λαμπρο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
νεαροφαής — νεαροφαής, ές (Α) αυτός που ήλθε στο φως πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + φαής (< φάος «φως, λάμψη»), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
φοινικοφαής — ές, Α αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση τού πορφυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
ξανθοφαής — ξανθοφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει σαν χρυσός, χρυσαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + φαής (< φάος), πρβλ. χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
πρωτοφαής — ές, Α 1. αυτός που μόλις αρχίζει να λάμπει, να φέγγει 2. φρ. «πρωτοφαὴς σελήνη» η νέα σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φαής (< φᾶος), πρβλ. χρυσο φαής] … Dictionary of Greek