-
1 σπορά
b of children, σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε from this origin, A.Pr. 871; τοιοῦτος ὢν τοιῷδ' ὀνειδίζεις σποράν; his origin, birth.. ? S.Aj. 1298; procreation, παίδων, γένους, Pl.Lg. 729c, 783a; τὴν Ῥωμύλου ς. begetting, Plu.2.320b, cf. Ptol.Tetr. 103, 105.2 seed-time, sowing-time, ἀπὸ τῆς ς. Thphr.HP 8.2.6; δεκέτεσιν σποραῖσιν in the tenth seed-time, i.e. year, E.El. 1152 (lyr.).II seed, 1 Ep.Pet.1.23, PLeid.W.11.50; field sown, ξηρὰ ς. dry land, dub. l. in E.Andr. 637; σ. δράκοντος ground sown with the dragon's teeth, S.Ant. 1125 (lyr.). -
2 σποράδην
A scatteredly, here and there,σ. ἀπώλλυντο Th.2.4
(v.l. for σποράδες) ; οἰκεῖν, i.e. not in communities, Pl.Prt. 322b, Isoc.4.39; τὰ λεγόμενα ς. Arist.Pol. 1259a4; σ. τὸ πρὶν ἀειδόμενος, of Homer before Peisistratus, AP11.442;σ. ἀναγέγραπται Plu.2.629e
; οἱ ς., opp. οἱ ἐλλόγιμοι Πυθαγορικοί, D.L. 8.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σποράδην
-
3 σποραδικός
A scattered, i.e. not living in communities, θηρία, ζῷα, Arist.Pol. 1256a23, HA 488a3; 2.4 as loosely cited by Gal.17(1).2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σποραδικός
-
4 σποράζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σποράζω
-
5 σποράς
A scattered, Hdt.4.113; of ship scattered by a storm or a defeat, Th.1.49, 3.69,77; βουκολικαὶ Μοῖσαι σ. ποκά, i.e. not collected into a volume, AP9.205 (Artemid.); νησιώτης σ. βίος a vagrant life, E.Rh. 701 (lyr.); so of men, σποράδες.. τὸ ἀρχαῖον ᾤκουν, i.e. not in communities, Arist.Pol. 1252b23; of birds, opp. ἀγελαῖος (cf. σποραδικός), Id.HA 617b21;σ. ἀστέρες Id.Mete. 344a15
, cf. 346a20; λόγοι ς. unconnected, Plu.2.431d; σ. νᾶσοι scattered, not in a group, Pi.Pae.5.38, cf. D.S.3.44; hence αἱ Σποράδες the islands off the west coast of Asia Minor, opp. αἱ Κυκλάδες, A.R.4.1711, Str.2.5.21; of diseases, sporadic, opp. endemic, Hp.Acut.5 (Littrá σποράδεες, with cod. M). -
6 σποραῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σποραῖος
-
7 σπορεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπορεύς
-
8 σπορευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπορευτής
-
9 σπορευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπορευτός
-
10 σπορητός
σπορ-ητός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπορητός
-
11 σπείρω
Grammatical information: v.Meaning: `to sow, to seed', also (esp. w. prefix) `to spread, to scatter, to distribute'.Other forms: Aor. σπεῖραι, fut. σπερῶ, aor. pass. σπαρ-ῆναι, fut. - ήσομαι, perf. midd. ἔσπαρμαι (IA), act. ἔσπαρκα (late.).Derivatives: A. With full grade: 1. σπέρμα n. `seed, sowing, stem, sprout' ( ε 490); as 1. member also with transition in the o-stems, e.g. σπερμο-λόγος "picking up corn", `rook' (Ar., Arist. etc.; Schmid Phil. 95, 82), `chatterbox' (D. etc., MLat. spermologus; Silvestre Arch. Lat. Med. Aevi 30, 155 ff.). From it σπερ-μάτιον n. dimin. (Thphr. a. o.), - ματίας ( σικυός) m. `seed bearer' (Cratin.), - ματίτης, - ματῖτις `bearing, bringing forth seed' (late; Redard 102), - ματικός `to hold, to bring forth seed' (Arist. etc.), - ματώδης `seed-like' (late); - μαίνω `to sow, to bring forth' (Hes., Call., Plu. a. o.), - ματίζω `to sow, to bear seed', - ματίζομαι `to be sown, pregnant' with - ματισμός m. (LXX, Thphr.), - ματόομαι `to come to seed' (Thphr.) with - μάτωσις (Phan. Hist.). -- 2. σπέραδος n. = σπέρμα (Nic.; like χέραδος). -- B. With o-ablaut: 1. σπόρος m. `seed, sowing' (Att.) with - ιμος `fit for sowing', τὰ -α `sowing fields' (X.. Thphr., LXX a. o.; Arbenz 46 a. 48). 2. σπορά f. `sowing, seed, procreation, descent' (Trag., Pl., Thphr. a. o.) with - αῖος `sown' (Babr.); often to the prefixcompp., e.g. διασπορά f. `dispersal, exile' (LXX, Ph., Plu. a. o.). 3. From σπόρος or σπορά: ὁμό-σπορος `of the same seed, kindred' (poet. h. Cer.); σπορ-εύς ( κατα-. δια-) m. `sower, begetter' (X., pap. a.o.; Bosshardt 53). 4. σπορητός m. `sowing, seed' (A., X., Thphr.; after ἀλοητός, ἄμητος a. o.; not with Bosshardt l. c. from *σπορέω). 5. σποράς, - άδος `dispersed' (IA.), αἱ Σποράδες group of islands, with - άδην `dispersed' (Att. etc.), - αδικός `id.' (Arist.), - άσαι aor. `to disperse' (inscr.). 6. ἐπισπορ-ίη f. `after-seed, second seed' (Hes.; ἐπίσπορος A.), περισπόρ-ια n. pl. `suburbs' (LXX). -- C. With zero grade: 1. σπαρ-τός `sown' (A. a. o.); οἱ Σπαρτοί m.. pl. "the sown ones", of the dragonseed of Kadmos (Pi. a.o.); 2. σπαρνός (s. v.).Etymology: As agricultural term for sowing σπείρω belongs exclusively to Greek. In the west, including Balto-Slavic, appear for it representatives of sē-: sh₁- (Lat. sēmen etc.); s. Ernout-Meillet and W.-Hofmann s. 1. serō (cf. also above on ἵημι). Also in the supposedly older meaning `strew' the other languages provide nothing, that can be identified with σπείρω. Nearest cognate Armenian has in sp'iṙ `strews' with sp`r̄em `spread out' and in p`arat `spread out, separated' with p`aratem `spread out, remove' words which, not to speak of the "rolling" r̄ and the vowel (IE ē or i) in sp`iṙ, in anlaut (IE ( s)ph-?) differ from σπείρω. Arm. spar̄nam `threaten' (Meillet BSL 31, 52) differs semantically strongly. The last word leads to the s. σπαίρω adduced Skt. sphuráti, Lat. spernō etc. Thus we retain two IE groups sp(h)er- with the general meaning `strew, sprinkle, spatter' resp. `draw out, kick with the foot, sprawl, (Gm.) hurry', which, cannot well be distinguished and as popular-expressive expressions may have formed the starting point for σπείρω". Cf. the lit. on σπαίρω. -- Hitt. išpar-iya-zi (beside išpar-i) `he folds out, stretches out', wit σπείρω formally comparable, gives some doubts (Benveniste BSL 33, 139).Page in Frisk: 2,762-763Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπείρω
См. также в других словарях:
σπορ — (sport). Αγγλικός όρος νεολατινικής προέλευσης, αποδεκτός σήμερα σ’ όλο τον κόσμο. Αν και παλιότερα ταυτιζόταν με τον αθλητισμό, με τον όρο σ. ενοούμε σήμερα τα αθλήματα, ως οργανωμένες εκδηλώσεις, που αριθμούν μόλις δύο αιώνων ζωή. Από παιχνίδι… … Dictionary of Greek
σπορ — το (λ. γαλλ.) 1. αθλητισμός: Ασχολείται με τα σπορ. 2. αθλητικό παιχνίδι: Ποιο σπορ σου αρέσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σπορ, Λούντβιγκ — (Spohr). Γερμανός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας (1784 1859). Ήταν μαθητής του βιολιστή Φ. Εκ. Αρχικά εργάστηκε ως διευθυντής ορχήστρας στο Μπράουνσβάιγκ, στην Γκότα, στη Βιέννη και κατά διαστήματα στο Λονδίνο και το Παρίσι. Έδωσε πολλές… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek