Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σποράς

См. также в других словарях:

  • σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… …   Dictionary of Greek

  • σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδα — σποράς scattered masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδας — σποράς scattered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδες — σποράς scattered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδεσι — σποράς scattered masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδεσσι — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδεσσιν — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδι — σποράς scattered masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδος — σποράς scattered masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»