Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκηναῖς

См. также в других словарях:

  • σκηναῖς — σκηνή tent fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DIPTAGUS — in Chart, quibusdam vett. apud Car. du Fresne Glossar. pro δίπτυχον, Diptychum, occurrit. Erant autem Δίπτυχα, tabellae plicatiles, geminas se pandentes ac porrigentes: in quibus amores scribebantur, Papias. Quem in usum triplices etiam tabellae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατοικώ — (ΑΜ κατοικῶ, έω) [κάτοικος] 1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.) 2. διαμένω σε μια οικία, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • κτηνοτρόφος — ο (AM κτηνοτρόφος, ον) 1. (για τόπο ή χώρα) αυτός στον οποίο τρέφονται πολλά ζώα, ο κατάλληλος για εκτροφή και ευδοκίμηση ζώων (α. «κτηνοτρόφος περιοχή» β. «γῆ κτηνοτρόφος ἐστί», ΠΔ) 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κτηνοτρόφος αγρότης που έχει… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόβαθρος — ον, Α 1. αυτός που κάθεται στο πρώτο βάθρο, αυτός που κατέχει την πρωτοκαθεδρία 2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἐν ταῑς σκηναῑς οἱ πρῶτοι τῶν χορευτῶν ἑστῶτες». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βάθρον] …   Dictionary of Greek

  • τροχήλατος — η, ο / τροχήλατος, ον, ΝΑ αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», Αισχύλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τροχήλατο α) παλαιότερος τύπος ατμοπλοίου που δεν τό κινούσαν έλικες, όπως τα… …   Dictionary of Greek

  • ՎՐԱՆԱԲՆԱԿԻՉ — (կչի, չաց.) NBH 2 0834 Chronological Sequence: Early classical ա. σκηνοῦν ἑν σκηναῖς habitans in tabernaculis. (որ եւ ՎՐԱՆԱԲՆԱԿ, ԽՈՐԱՆԱԲՆԱԿ.) Բնակեալն ʼի վրանս կամ ʼի տաղաւարս. *Ել գեդէոն ընդ ճանապարհս վրանաբնակչացն. Դտ. ՟Ը. 1 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»