-
1 πρός-ουρος
πρός-ουρος, 1) von günstigem Winde getrieben, Soph. Phil. 686, ἵν' αὐτὸς ἦν πρόςουρος, nach dem Schol. u. andern Erkl. richtiger = πρόςορος erklärt. – 2) ion. = πρόςορος, w. m. s.
-
2 προς-όμ-ουρος
προς-όμ-ουρος, ion. für προςόμορος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 4, 173.
-
3 προς-ουρέω
προς-ουρέω (s. οὐρέω), anpissen; προςεούρουν, Dem. 54, 4; D. L. 6, 46; τινί, Babr. 48, 7; komisch sagt Ar. Ran. 95 ἢν μόνον χορὸν λάβῃ ἅπαξ προςουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, wo wir etwa sagen könnten »die Tragödie nothzüchtigen« (Droysen »wenn er die Tragödie angegeilt«), und der Schol., es von οὖρος ableitend, fälschlich εὐϑυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα erklärt, aber auch das Richtigere giebt, τὸ βραχύν τινα χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λήρων ἐκχέαντα τῇ τραγωδίᾳ. Es bildet den Gegensatz zu γόνιμος ποιητής.
-
4 πρόςουρος
-
5 προςόμουρος
προς-όμ-ουρος, angrenzend, benachbart -
6 κρίνω
κρίνω [pron. full] [ῑ], [dialect] Ep. [ per.] 3sg. ind. κρίνησι ( δια-) f.l. in Theoc.25.46: [tense] fut. κρῐνῶ, [dialect] Ep., [dialect] Ion. κρῐνέω ( δια-) Il.2.387: [tense] aor.Aἔκρῑνα Od.18.264
, etc.: [tense] pf., etc.:—[voice] Med., [tense] fut. , but in pass. sense, Pl.Grg. 521e: [tense] aor.ἐκρῑνάμην Il.9.521
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.κρῐθήσομαι A.Eu. 677
, Antipho 6.37, etc.: [tense] aor. ἐκρίθην [ῐ] Pi.N.7.7, etc.; [ per.] 3pl.κρίθεν Id.P.4.168
,ἔκριθεν A.R.4.1462
; [dialect] Ep.opt. κρινθεῖτε ( δια-) Il.3.102, part.κρινθείς 13.129
, Od.8.48, inf.κρινθήμεναι A.R.2.148
: [tense] pf.κέκρῐμαι Pi.O.2.30
, And.4.35, etc.; inf. κεκρίσθαι ( ἀπο-) Pl. Men. 75c:—[dialect] Aeol. [full] κρίννω dub.in IG12(2).278 (Mytil.): [tense] aor. ἔκριννε ib. 6.28(Mytil., [pref] ἐπ-); inf. κρίνναι ib.526b15:—Thess. [tense] pres. inf. [full] κρεννέμεν ib.9(2).517.14 ([place name] Larissa):—separate, put asunder, distinguish,ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ κρίνῃ.. καρπόν τε καὶ ἄχνας Il.5.501
, etc.;κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῦλα 2.362
. cf. 446;ἥλιος ἠὼ καὶ δύσιν ἔκρινεν Emp.154.1
;κ. τὸ ἀληθές τε καὶ μή Pl.Tht. 150b
;τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς X. Mem.3.1.9
, etc.:—also [voice] Med.,ἀντία δ' ἐκρίναντο δέμας καὶ σήματ' ἔθεντο χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Parm.8.55
:—[voice] Pass.,κρινόμενον πῦρ Emp.62.2
.II pick out, choose,ἐν δ' ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν Il.1.309
;ἐκ Λυκίης.. φῶτας ἀρίστους 6.188
, cf. Od.4.666, 9.90, 195, 14.217, etc.;κ. τινὰ ἐκ πάντων Hdt.6.129
;κρίνασα δ' ἀστῶν.. τὰ βέλτατα A.Eu. 487
; , etc.:—[voice] Med., κρίνασθαι ἀρίστους to choose the best, Il.9.521, cf. 19.193, Od.4.408, 530, etc.:—[voice] Pass., to be chosen out, distinguished,ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι 24.507
; esp.in partt., κεκριμένος picked out, chosen, Il.10.417, Od.13.182, al., Hdt.3.31;κρινθείς Il.13.129
, Od.8.48; ἀρετᾷ κριθείς distinguished for.., Pi.N.7.7; κριθέντων ἐν τοῖς ἱερέοις approved.., GDI2049.15 (Delph.); ἀσπίδα.. κεκριμένην ὕδατι καὶ πολέμῳ proved by sea and land, AP9.42 (Leon.); ἐν ζῶσι κεκριμένα numbered among.., cj. in E.Supp. 969 (lyr.);εἰς τοὺς ἐφήβους κριθείς Luc.Am.2
.2 decide disputes,κρίνων νείκεα πολλά Od.12.440
;ἔκριναν μέγα νεῖκος.. πολέμοιο 18.264
: c.acc. cogn., οἳ.. σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας judge crooked judgements, Il.16.387;κ. δίκας Hdt. 2.129
;κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
, etc.; πρώτας δίκας κρίνοντες αἵματος ib. 682; κρινεῖ δὲ δὴ τίς ταῦτα; Ar.Ra. 805;κ. κρίσιν Pl.R. 36o
e;ἄριστα κ. Th.6.39
; κρίνουσι βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ they decide the question.., Id.1.87;μίσει πλέον ἢ δίκῃ κ. Id.3.67
;τὸ δίκαιον κ. Isoc.14.10
; τῷ τοῦτο κρίνεις; by what do you form this judgement? Ar.Pl. 48;κ. περί τινος Pi.N.5.40
, Pl.Ap. 35d, Arist.Rh. 1391b9, etc.:— [voice] Pass.,ἀγὼν κριθήσεται A.Eu. 677
; κἂν ἰσόψηφος κριθῇ (sc. ἡ δίκη) ib. 741: impers., κριθησόμενον a decision being about to be taken, Arr.An. 3.9.6.b decide a contest, e.g. for a prize,ἀγῶνα κ. Ar.Ra. 873
; : c. acc. pers., κ. τὰς θεάς decide their contest, i.e. judge them, E.IA72:—[voice] Pass., Id.Supp. 601(lyr.);αἱ μάχαι κρίνονται ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.3.3.19
:—[voice] Med. and [voice] Pass., of persons, have a contest decided, come to issue,κρινώμεθ' Ἄρηϊ Il.2.385
, cf.18.209;ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν.. μένος κρίνηται Ἄρηος Od.16.269
;βίηφι κ. Hes.Th. 882
; dispute, contend, Ar.Nu.66;περὶ ἀρετῆς Hdt.3.120
;οὐ κρινοῦμαι.. σοι τὰ πλείονα E.Med. 609
;δίκῃ περί τινος κρίνεσθαι Th.4.122
; κρίνεσθαι μετά τινος v.l. in LXX Jd.8.1, Jb.9.3;πολλαῖς μάχαις κριθείς Nic.Dam.20
J.; compete in games, c. acc. cogn.,κριθέντα Πύθια JRS3.295
(Antioch. Pisid.): [tense] pf. part., decided, clear, strong,κεκριμένος οὖρος Il.14.19
; πόνοι κεκρ. decided, ended, Pi.N.4.1.3 adjudge,κράτος τινί S.Aj. 443
:—[voice] Pass.,τοῖς οὔτε νόστος.. κρίθη Pi.P.8.84
; the sum adjudged to be paid,PLips.
38.13 (iv A. D.).b abs., judge, give judgement,ἄκουσον.. καὶ κρῖνον Ar.Fr. 473
;ἀδίκως κ. Pherecr.96
, cf. Men.Mon. 287, 576.c Medic., bring to a crisis,τὸ θερμὸν φίλιόν [ἐστι] καὶ κρῖνον Hp.Aph.5.22
;κ. τὰ νοσήματα Gal.Nat. Fac.1.13
, al.:—[voice] Pass., of a sick person, come to a crisis,ἐκρίθη εἰκοσταῖος Hp.Epid.1.15
(also impers. in [voice] Act., ἔκρινε τούτοισιν ἑνδεκαταίοισιν the crisis came.., ib.18);τοῦ πάθους κριθέντος D.S.19.24
.4 judge of, estimate, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων [αὐτόν] judging of him by myself, D.21.154;πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν κ. Isoc.4.76
:—[voice] Pass.,ἴσον παρ' ἐμοὶ κέκριται Hdt.7.16
.α'; εὔνοιακαιρῷ κρίνεται Men.691
.5 expound, interpret in a particular way,τὸ ἐνύπνιον ταύτῃ ἔκριναν Hdt. 1.120
, cf. 7.19, A.Pr. 485, etc.:—in [voice] Med.,ὁ γέρων ἐκρίνατ' ὀνείρους Il. 5.150
.6 c. acc. et inf., decide or judge that.., Hdt.1.30, 214, Pl. Tht. 17od, etc.;κρίνω σὲ νικᾶν A.Ch. 903
; so, with the inf. omitted,ἀνδρῶν πρῶτον κ. τινά S.OT34
; ; ;ἐκ τῶν λόγων μὴ κρῖνε.. σοφόν Philem.228
:—[voice] Pass., , cf. Th.2.40, etc.7 decide in favour of, prefer, choose,κρίνω δ' ἄφθονον ὄλβον A.Ag.47
<*>, cf. Supp. 396 (both lyr.); ;τινὰ πρό τινος Pl.R. 399e
, cf. Phlb. 57e;τι πρός τι Id.Phd. 110a
([voice] Pass.);εἴ σφε κρίνειεν Πάρις E.Tr. 928
, cf. Ar.Av. 1103, Ec. 1155; choose between,δύ' ἔσθ' ἃ κρῖναι τὸν γαμεῖν μέλλοντα δεῖ, ἤτοι προσηνῆ γ' ὄψιν ἢ χρηστὸν τρόπον Men.584
.8 c.inf.only, determine to do a thing, UPZ42.37(ii B. C.), Ep.Tit.3.12, 1 Ep.Cor.2.2, etc.; ζῆν μεθ' ὧν κρίνῃ τις ἄν (sc. ζῆν ) with whom he chooses to live, Men.506; butτὸ βιάζεσθαι οὐκ ἔκρινε D.S.15.32
.III in Trag., question,αὐτὸν.. ἅπας λεὼς κρίνει παραστάς S.Tr. 195
; εἴ νιν πρὸς βίαν κρίνειν θέλοις ib. 388; καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ' Id.Ant. 399;μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Id.Aj. 586
;σέ τοι, σὲ κρίνω Id.El. 1445
.2 bring to trial, accuse, D.2.29, 18.15, 19.233; κ. θανάτου judge (in matters) of life and death, X.Cyr.1.2.14;κ. τινὰ προδοσίας Lycurg.113
;περὶ προδοσίας Isoc.15.129
; κ. τινὰ κακώσεως ἐπαρχίας, Lat. repetundarum, Plu.Caes. 4:—[voice] Pass., to be brought to trial, Th.6.29; θανάτου ( δίκῃ add. cod. B) Id.3.57;Λεωκράτους τοῦ κρινομένου Lycurg.1
; κρίνομαι πρὸς Σωφρόνην; Men.Epit. 529; ; : c. gen. criminis,κρίνεσθαι δώρων Lys.27.3
:κ. ἐπ' ἀδικήματι Plu.2.241e
: abs.,ὁ κεκριμένος Aeschin.2.159
.3 pass sentence upon, condemn, D.19.232:— [voice] Pass., to be judged, condemned,κακούργου.. ἐστι κριθέντ' ἀποθανεῖν Id.4.47
;μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε Ev.Matt.7.1
; τὰ κεκριμένα the judgement of a court, PRyl.76.8 (ii A. D.). ( κρῐ-ν-y ω ἐ-κρῐ-ν-σα, cf. Lat. cerno (from *cr[icaron]-n-), crībrum (from * crei-dhrom).) -
7 ἀμφί
ἀμφί A prep. I c. acc.1 of place.a beside, aroundπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
οὐδέ ποτε ξενίαν οὗρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.b at, inθαυμαστὸς ἐὼν φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
c met., over, in defence ofἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
2 of time. during, forλοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97
τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30
τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (sign. dub.: during the last courses: others assume ἀμφί to be adverbial, or join it with τραπέζαις) O. 1.503 in the manner of, after ἀείδετο δὲπὰν τέμενος τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
4 about, concerningκελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων P. 2.15
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69
εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54
ἢ ἀμφ' Ἰόλαον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.9 ]ν ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4
II c. gen.1 about, concerningἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν O. 12.8
μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4
2 for the sake ofτᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν P. 4.276
οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66
III c. dat.1 besideἦ πολλ' ἀμφὶ κρουνοῖς ἔπαθεν O. 13.63
ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ναιετάοντες P. 4.180
τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40
κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων N. 4.85
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ N. 8.30
βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου N. 9.40
ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις Pae. 2.97
2 round, onἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι O. 13.85
δεξιτέρῳ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
3 in respect of, in the field of, esp. of what is at stake.αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον O. 5.15
μήλων τε κνισσαέσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις O. 7.80
εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν O. 8.86
οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶναπρεσβυτέρων ἀμφ' ἀργυρίδεσσιν O. 9.90
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.52
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρὸν I. 1.50
μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν I. 5.55
4 owing to “Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” O. 8.42κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν, ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34
μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἀμφ Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33
σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες (“ton caractère te permet d'employer l'une comme l'autre.” Puech.) N. 1.29τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς N. 10.60
ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.8Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι Παρθ. 2. 41.5 in honour ofἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγἐλελίζων O. 9.13
ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62
ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.80
6 of time, in the course ofἁλίῳ ἀμφ' ἑνί O. 13.37
B adv., all roundἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους P. 4.81
εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.120
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
-
8 ὅρος
Aὄρβος 700.1
); Cret. and Arg. [full] ὦρος SIG685.59, Mnemos.42.332 ; Heracl. [full] ὄρος Tab.Heracl.1.53, al., cf. ἄντορος; [dialect] Ion. [full] οὖρος GDI5518 and 5493b25, Democr.4, Hdt. (v. infr.) (also Theraean IG12(3).436); Megarian [full] ὄρρος (?) Berl.Sitzb.1888.885, cf. ὁμορέω: ὁ:—boundary, landmark,ἀμφ' οὔροισι δύ' ἀνέρε δηριάασθον Il.12.421
;λίθον.., τόν ῥ' ἄνδρες πρότεροι θέσαν ἔμμεναι οὖρον ἀρούρης 21.405
;ἐγὼ δὲ τούτων ὥσπερ ἐν μεταιχμίῳ ὅ. κατέστην Sol.
ap. Arist.Ath.12.5 : the regions separated by the boundary are usu. in gen., , etc.: in dat., (lyr.): with a single gen.,ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον A.Pr. 790
; γάμου ὅ. the time within which one may marry, Pl.Lg. 785b ; οἱ ὅ. τῶν διαστημάτων the notes which limit the intervals in the musical scale, Id.Phlb. 17d, cf. Aristox. Harm.pp.49,56 M. ;ὅροι τρεῖς ἁρμονίας.., νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης Pl.R. 443d
; ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι I set the limit of human life at seventy years, Hdt.1.32, cf. 74, 216;ζωᾶς ὅρον ἡμετέρας B.5.144
: abs., εἰς τὸν τόπον.., ἐν οἷς ἂν.. ὅρους θῶνται τῶν ὠνίων wherever (they) appoint fixed places for trading, Pl.Lg. 849e; decision of a magistrate,ὅρον δώσω PThead.15.20
(iii A.D.); soὅρον προσγράψαι D.23.40
;ὅρους τοῖς βαρβάροις πήξαντες Lycurg.73
;εἷς ὅρος παγήσεται Th.4.92
;τὸν ὅρον ὑπερβάντες Pl.R. 373d
, etc.: also in pl., bounds, boundaries,ἐν οὔροισι χώρης Hdt.4.52
, cf. 125;τοὺς Αἰγυπτίων οὔρους Id.2.17
;ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις Pi.O.6.77
;γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666
;τὸ ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅ. τῆς αὑτοῦ πορείας.. ἐξενεχθὲν ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4
;ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti. 25c
.2 metaph.,ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ A.Ag. 1154
(lyr.); θῆλυς ὅ. the boundary of a woman's mind, v. ἐπινέμω 11.3.b pillar (whether inscribed or not, cf. Harp.) set up on mortgaged property, to serve as a bond or register of the debt, Sol.36 ;ὅπως.. ὅροι τεθεῖεν Is.6.36
: with gen. of the amount, τίθησιν ὅρους ἐπὶ μὲν τὴν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν),ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου D.31.1
, cf. 25.69 ;δανείζειν τοὺς ἱερέας.. ἐπὶ χωρίῳ.. καὶ ὅρον ἐφιστάναι IG22.1183.29
, cf. D. 41.6, Thphr.Char.10.9 : specimens are IG12(7).412 ([place name] Amorgos), 22.2642,al.c boundary-stone marking the limits of temple-lands, ὅ. τοῦ ἱεροῦ ib.12.858, cf. 860,22.2597, al.; ὅρος· μὴ τοιχοδομεῖν ἐντὸς τῶν ὅρων ἰδιώτην ib.7.422 (Orop.), cf. 1785 (Thesp.), etc. ; ὅ. κρήνης, λεσχέων δημοσίων, ὁδοῦ, etc., ib.12.874,888,877, etc. ; similarly, ὅ. σήματος ib.903, al., 22.2568, al.; ὅ. μνημάτων ib.12.906; ὅ. μνήματος ib.22.2527, al.; ὅ. θήκης ib.2586, al.III standard, measure, ἢν δ' ἄγαν δοκῶ χρονίζειν.. Answ. τοῦδ' ὅ. τίς ἐστί μοι; E.IT 1219 ;ὅροι τῶν ἀγαθῶν καὶ κανόνες D.18.296
; rule, canon,εἷς ὅρος, μία βροτοῖσίν ἐστιν εὐτυχίας ὁδός B.Fr.7
;ὅρον πολιτείας ὁλιγαρχικῆς ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων Pl.R. 551a
;ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας πλοῦτος Arist.Pol. 1294a10
;ὁμολογίᾳ θέμενοι ὅρον, εἰς τοῦτο ἀποβλέποντες καὶ ἀναφέροντες τὴν σκέψιν ποιώμεθα Pl.Phdr. 237d
: hence, end, aim,ἕν' ὅ. θέμενος παντὶ τρόπῳ μ' ἀνελεῖν D.21.105
.IV in Logic, term of a proposition (whether subject or predicate), Arist.APr. 24b16, Cael. 282a1, al. ; ὅ. μέσος the middle term, Id.EN 1142b24, cf. APr. 25b33 sq.: hence,b definition,ἔστι ὅ. λόγος ὁ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Id.Top. 101b39
, cf. 139a24, al. ; defined asἡ τοῦ ἰδίου ἀπόδοσις Chrysipp.Stoic.2.75
: in pl., title of pseudo-Platonic work.3 pl., terms, conditions,συνθέσθαι πρός τινα ἐπὶ ὅροις, ὥστε.. CPR19.8
(iv A.D.).4 Astrol., οἱ τρεῖς ὅ. the three terms, used in various calculations, Vett. Val.304.1, al. (Spir. lenis in some dialects which have not lost spir. asper is inferred from absence of a sign for h in Corc. ὄρϝος, Arg.ὦρος, Heracl. ὄρος, cf. ἄντορος.) -
9 ἄνθρωπος
aσκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις O. 3.18
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται O. 7.24
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44
φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες O. 7.54
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.23
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις O. 11.1
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68
μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.82
ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
εἴ τιν' ἀνθρώπων P. 3.86
Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, —γινώσκομεν P. 3.112
ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.217
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) P. 8.96εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37
Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]ἄνθρωπ[ο Pae. 21.18
πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —I gods. —θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10
“ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” P. 9.40Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10
εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II heroes. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.III animals.πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
c a man, anyone καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳνοῆσαι N. 5.18
d woman “ καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98 “ τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” P. 9.33 -
10 ἐπείγω
Aἤπειγον Pi.O.8.47
, S.Ph. 499, [dialect] Ep.Ἔπειγον Od.12.205
: [tense] aor.ἤπειξα Hp.Ep. 17
, Plu.Pomp.21, etc.:—[voice] Med. and [voice] Pass., Hom. (v. infr.), etc.: [tense] fut. [voice] Med.ἐπείξομαι A.Pr.52
: [tense] aor.ἠπείχθην Th.1.80
, Pl.Lg. 887c: [tense] pf.ἤπειγμαι J.BJ1.8.7
, Aristid.Or.17(15).9, Gal.6.177: the compd. κατ-επείγω is more freq. in [dialect] Att. Prose:—press by weight, ὀλίγον τέ μιν ἄχθος ἐπείγει the weight presses lightly on him, Il.12.452:— [voice] Pass., to be weighed down,ἐπείγετο γὰρ βελέεσσι 5.622
;θάμνοι.. ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ
overpowered,11.157
, cf. 21.362.2 press hard (in pursuit),ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει 6.85
, Od.19.73: c.acc.,δύω κύνε.. κεμάδ' ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον Il.10.361
:—in a current phrase, .II drive on, urge forward,ἐρετμὰ.. χερσὶν ἔπειγον Od.12.205
; freq. of a fair wind,ἔπειγε γὰρ οὖρος 12.167
;ὁππότ' ἐπείγῃ ἲς ἀνέμου Il.15.382
; (anap.).III generally, urge on, hasten,ἐπείγετε δ' ὦνον Od.15.445
; τὸν οἴκαδ' ἤπειγον στόλον urged the homeward course, S.Ph. 499;ἐ. τινά Id.OC 1540
:—[voice] Pass., of a ship,ἐπείγετο χέρσ' ἐπετάων Od. 13.115
;Διὸς οὔρῳ 15.297
, cf. E.IT 1393, Th.3.49; of persons, θορύβοις ἠπειγμένος J.l.c.2 [voice] Med., urge on for oneself, ; so τὴν παρασκευήν, τὸν πλοῦν ἐπείγεσθαι, Th.3.2,4.5, al.: abs., ἐπειγομένων ἀνέμων by the force of winds, Il.5.501; ὀπὸς γάλα.. ἐπειγόμενος συνέπηξεν the fig-juice by its power curdles the milk, ib. 902.3 [voice] Pass., hurry oneself, haste to do, c. inf.,μή τις.. ἐπειγέσθω οἶκόνδε νέεσθαι Il.2.354
, cf. Hes.Sc.21, Hdt.8.68. γ, Th.8.46, etc.: abs., make haste,ἐπειγέσθω δὲ καὶ αὐτός Il.6.363
;ὧραι ἐπειγόμεναι Pi.N.4.34
; .ζ; δρόμῳ ἐπείγεσθαι Id.6.112
;νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται A.Ch. 660
; ;ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν ἐ. Ar.Ach. 1070
; , cf. Th.8.82;ἐπείγεσθαι ἐπὶ.. Hdt.4.135
; ἐς πύλας, πρὸς τὴν γέφυραν, E.Ph. 1171, Th.6.101;ἠπείγετο οἴκαδε Pl.Tht. 142c
, etc.: in Hom. mostly in part., like an Adv. with Verbs, ἐπειγομένη ἀφικάνει in eager haste she comes, Il. 6.388;ψυχὴ.. ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.519
;τάμνον ἐπειγόμενοι 23.119
, etc.; so in [dialect] Att.,εἴσω ᾔει ἐπειγόμενος Pl.Prt. 310b
.b [voice] Pass., also, to be eager for a thing, esp. in part.: c. inf., πρὸς ἠέλιον κεφαλὴν τρέπε.. δῦναι ἐπειγόμενος eager for its setting, Od.13.30, cf. A. Pr.52: c. gen., ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο longing for the journey, Od.1.309, etc.; ἐ. περ Ἄρηος eager for the fray, Il.19.142;ἐ. περὶ νίκης 23.437
, 496.2 to be pressing, urgent,ἐν ταῖς ἐπειγούσαις χρείαις Ph.Bel.56.47
; τὰ ἐπείγοντα pressing matters, Plu. Sert.3, Aristid.1.119 J., cf. BGU1141.4 (i B.C.), etc.;χρείαν τινὰ ἐπείγειν λέγων App.Mith.79
; τῆς ὥρας -ούσης since time was pressing, Plu.2.108f;τῶν ἀρχαιρεσίων ἐπειγόντων Id.Marc.24
.3 impers., οὐκ ἐπείγει διαριθμεῖν there's no pressing need to count, Longin.43.6: part. abs., the need being urgent,Aristid.
Or.36(48).10. -
11 ῥέω
ῥέω, Il.22.149, etc.; [dialect] Ep. [full] ῥείω Hes.Fr. 263 (dub.), D.P.1074, AP7.36 (Eryc.), but not in Hom.: [tense] impf. [ per.] 3sg.Aἔρρει Il.17.86
, Telecl.1.4, but elsewhere in Hom. ἔρρεε or ῥέε: [tense] fut.ῥεύσομαι Thgn.448
, E.Fr. 384, Crates Com.15.4, Pherecr.130.5, Hp.Haem.5; also ῥευσοῦμαι, Arist.Mete. 356a16, 361a33; later ῥεύσω, AP5.124 (Bass.): [tense] aor. (anap.), Hp.Loc.Hom.11, Int.23, Mosch.3.33, AP5.32 (Parmen.), Plb.5.15.7 ([pref] ἀπ-), Paus.5.7.4, etc.:—but the [dialect] Att. [tense] fut. and [tense] aor. are of pass. form,ῥῠήσομαι Isoc.8.140
, cf. Hp.Nat.Hom.5; ἐρρύην [ῠ] Th.3.116, X.Cyr.8.3.30, Pl.Ti. 84c, etc., as also in Hdt.8.138; [dialect] Dor. ἐξ-ερρύα, v. ἐκρέω; [ per.] 3sg. subj.ἐ[γ]ρυᾷ GDI3591a51
([place name] Calymna); [dialect] Ep. [ per.] 3sg.ῥύη Od.3.455
: [tense] pf.ἐρρύηκα Hp.Loc.Hom.10
, Pl.R. 485d, Isoc.8.5; later ἔρρυκα, Gal.5.398.—A [tense] pres. [voice] Med. [full] ῥέομαι occurs also in Orac. ap. Hdt.7.140 (v. infr.), Plu.Cor.3, Luc.Salt.71, Philostr. VS1.25.9, etc.; so , Philostr.VA8.31, etc.—This Verb does not [var] contr. εη, εο, εω:—flow, run, stream, gush, Od.19.204, Il.3.300, 17.86, etc.: with dat. of that which flows, [πηγὴ] ὕδατι ῥέει the fountain runs with water, 22.149, cf. Od.5.70, IG12.54.7;ῥέε δ' αἵματι γαῖα Il.8.65
, etc.;φάραγγες ὕδατι.. ῥέουσαι E.Tr. 449
(troch.);ῥεῖ γάλακτι πέδον ῥεῖ δ' οἴνῳ Id.Ba. 142
(lyr.); οἴνῳ.. ἔρρει χαράδρα Telecl.l.c.(v. sub fin.); (also in [voice] Med., ἱδρῶτι ῥεούμενοι (metri gr. for ῥεόμενοι, cf. μαχεούμενοι) Orac. ap. Hdt.7.140;φόνῳ ναῦς ἐρρεῖτο E. Hel. 1602
);πόλιν χρυσῷ ῥέουσαν Id.Tr. 995
: so metaph.,πολλῷ ῥ. ἐπαίνῳ Ar.Eq. 527
: rarely with acc. in the same sense (v. infr. 11.2): also with gen.,ἀσφάλτου Str.7.5.8
;πολλοῦ ὕδατος Arr.An. 5.9.4
: sts. with nom.,Ζεὺς χρυσὸς ῥυείς Isoc.10.59
, cf. AP5.32 (Parmen.).b the post-Hom. expression for a full stream isμέγας ῥεῖ, ῥέουσι μεγάλοι Hdt.2.25
;μέγας ἐρρύη Id.8.138
, cf. Th.2.5;ῥ. οὐδὲν ἧσσον ἢ νῦν Hdt.7.129
; also πολὺς ῥεῖ, metaph. of men,ῥεῖ πολὺς ὅδε λεώς A.Th.80
(lyr.);Κύπρις ἢν πολλὴ ῥυῇ E.Hipp. 443
(cf. infr. 2); soῥ. μου τὸ δάκρυον πολύ Ar.Lys. 1034
; also ἐς ἔρωτα ἅπας ῥ. Ps.-Phoc.193;πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην ὁ δῆμος ὅλος ἐρρύη Plu.Alc. 21
.c of a river, also ῥ. ἀπὸ τηκομένης χιόνος derive its stream from melted snow, Hdt.2.22.d prov., ἄνω ῥεῖν flow upwards, of inversion of the usual or right order, E.Supp. 520;ἄνω ποταμῶν ἐρρύησαν οἱ.. λόγοι D.19.287
; cf. ἄνω (B)1.e ταῦτα μὲν ῥείτω κατ' οὖρον (v. οὖρος (A))S.Tr. 468.2 metaph. of things, ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον from their hands rained darts, Il.12.159;ῥεῖ μάλιστα ὁ ἀὴρ ῥέων ἐν τοῖς ὑψηλοῖς Arist.Mete. 347a34
, cf. 349a34;φλὸξ ῥυεῖσα Plu.Brut.31
; soτὴν Αἴτνην ῥυῆναι Ael.Fr.2
; esp. of a flow of words, , cf. Hes.Th.39.97; ἔπε' ἐκ στόματος ῥεῖ μείλιχα ib.84: abs., of the tongue, run glibly, A.Th. 557; so : hence, of words or sentiments, to be current, .3 fall, drop off, e.g. of hair, Od.10.393, Hes.Fr.29, Theoc. 2.89, etc.; of ripe fruit, Plb.12.4.14, Gp.9.12; of over-ripe corn,ἤδη ῥέοντα τὸν στάχυν Babr.88.14
; wear out,εἰ ῥέοι τὸ σῶμα καὶ ἀπολλύοιτο Pl.Phd. 87d
; of a house, to be in a tumble-down condition, Gorg. ap. Stob.4.51.28, Teles p.27 H.; ῥέουσαν σύγκρισιν στῆσαι to stay a collapse of the system, Herod.Med. ap. Orib.5.27.1.4 of molten objects, liquefy, run,ῥεῖ πᾶν ἄδηλον S.Tr. 698
;τήκεται ὁ λίθος.. ὥστε καὶ ῥεῖν Arist.Mete. 383b6
, cf. Thphr.Lap.9.5 to be in perpetual flux and change,ἅπανθ' ὁρῶ ἅμα τῇ τύχῃ ῥέοντα μεταπίπτοντά τε Com.Adesp.200
; , cf. 411c;κινεῖται καὶ ῥεῖ.. τὰ πάντα Id.Tht. 182c
: hence οἱ ῥέοντες, of the Heraclitean philosophers, opp. οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται, ib. 181a.b ' run', of ink, etc., metaph.,στιγμῆς ῥυείσης γραμμὴν φαντασιούμεθα.., γραμμῆς δὲ ῥυείσης πλάτος ἐποιήσαμεν S.E.M.7.99
; cf.ῥυίσκομαι 11
.6 of persons, ῥ. ἐπί τι to be inclined, given to a thing, Isoc.8.5; ; οἱ ταύτῃ ῥυέντες ib. 495b.7 leak, of a ship, opp. στεγανὸν εἶναι, Arist.Fr. 554, cf. Paus.8.50.7; λύχνοι ῥέοντες prob.in Roussel Cultes Egyptiens p.222(Delos, ii B.C.); of a roof, Men.Sam. 248; [ἀγγεῖον] ῥέον Plu.2.782e
;οἰνοχόαι ῥέουσαι Michel 815.131
(Delos, iv B.C.).9 impers.,ἐκ ῥινῶν ἐρρύη Hp.Epid.1.19
.II very rarely trans., let flow, pour,ἔρρει χοάς E.Hec. 528
(as v.l. for αἴρει):—this differs from the usage2 c. acc. cogn., ῥείτω γάλα, μέλι, let the land run milk, honey, Theoc.5.124, 126; αἷμα ῥυήσεται, of the Nile, Ezek.Exag. 133;οἶνον ῥέων Luc.VH1.7
, cf. LXXJl.3(4).18, Sch.Ar.Pl. 287:—in place of this acc. the best writers commonly used the dat., v. supr. 1.1. -
12 εὐ-κρᾱής
-
13 λάβρος
λάβρος, ον (ΛΑΩ, vgl. λα-, nicht zusammengesetzt, wie es die Alten oft erkl. λα-βόρος, Eust. leitet es gar von βαρύς), heftig, ungestüm, von den Elementen u. Naturkräften, vom Winde, Ζέφυρος, οὖρος, Il. 2, 148, Od. 15, 293; πνεῦμα, Aesch. Pers. 110; κῦμα, ποταμός, Il. 15, 625. 21, 271; Eur. Or. 344; πόντος, Herc. f. 861, κλύδων, I. T. 1393; u. so ποταμός, χειμάῤῥους, reißend, Pol. 4, 41, 6. 70, 7 u. öfter; von heftigen Regengüssen, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς, Il. 16, 385, wie λάβρος ὄμβρος, Her. 8, 12 u. Pol. 11, 24, 9; auch πῦρ, Eur. Or. 696, wie Opp. C. 3, 104; σέλας Ἁφαίστου, Pind. P. 3, 40, καπνός, Ol. 8, 36, der aber auch schon λάβρος στρατός, die ungestüme, unbändige Schaar, sagt, P. 2, 87, u. λάβροι παγγλωσσίᾳ γαρύετον, Ol. 2, 95, d. i. mit unbändiger Schwatzhaftigkeit, wie λάβρον στόμα, frech, Soph. Ai. 1126; heftig, übereilt, bei Theogn. 634, βουλεύου δὶς καὶ τρὶς ὅ τοί κ' ἐπὶ τὸν νόον ἔλϑῃ· ἀτηρὸς γὰρ ἀεὶ λάβρος ἀνήρ, frech, ὄμματι λάβρῳ, Eur. Hel. 379; auch καϑαρπάσας λάβρῳ μαχαίρᾳ σάρκας ἐξώπτα πυρί, Cycl. 402. – Bei Sp. bes. gefräßig, gierig, unmäßig im Essen u. Trinken, λαβροτατᾶν δράκοντος γενύων, Pind. P. 4, 244, wie Eur. Herc. F. 253; λάβρον ἐδωδαῖς, Opp. C. 2, 628; στόμα λάβρον λεαίνης, Nonn. D. 15, 200; λαγνείας λαβροτάτας, Tim. Locr. 103 a; τὰ εὐϑυέντερα λαβρότερα πρὸς τὴν ἐπιϑυμίαν τὴν τῆς τροφῆς, Arist. gen. anim. 1, 4; διὰ τὴν ἐπιϑυμίαν λάβρῳ χρώμενοι τῷ ποτῷ, D. gie. 5, 26. – Adv. λάβρως, heftig, ungestüm, bes. von gierigem Fraß, αἰετὸς λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, Aesch. Prom. 1024; τῇ βρώσει χρῆται λάβρως, Arist. H. A. 8, 5; von Stürmen, ἄνεμοι καταιγίζοντες λάβρως, D. Sic. 5, 26; von schnellen Rossen, ἵπποι φέρουσι λ. ἄνακτα, Theogn. 988.
-
14 ἐπείγω
ἐπείγω, nach Buttm. Lexil. I p. 275 kein Compositum, u. so auch im augm. behandelt, welches bei Hom. stets fehlt; drängen, drücken; ὀλίγον μιν ἄχϑος ἐπείγει, eine geringe Last drückt ihn, Il. 12, 452; ἐπείγει γάρ με τοὐκ ϑεοῦ παρόν Soph. O. C. 1537; πόνος ἄλλος ἔπειγεν, eine andere Mühe, Sorge drängte, Od. 11, 54; so öfter ohne Casus, ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει, die Noth drängt, Il. 6, 86 Od. 19, 73; γῆρας Il. 23, 623. Auch κεμάδ' ἠὲ λαγωόν, verfolgen, Il. 10, 361, wie pass. βελέεσσιν ἐπείγετο, er wurde von Geschossen verfolgt; οὐδεὶς γὰρ ἡμᾶς ἐπείγων διώκει, bedrängend, Plat. Legg. X, 887 d. Bei Sp. ἐπείγει oft geradezu = es ist nothwendig, Longin. 43, 6; τὰ ἐπείγοντα, das Nothwendige, Sext. Emp. adv. mus. 6; Plut. Sert. 3; τῆς ὥρας ἐπειγούσης, da die Zeit drängte, Consol. ad Apoll. p. 335, wie τῶν ἀρχαιρεσιῶν Marc. 24. – Vom Winde, οὖρος, ἲς ἀνέμου, der das Schiff forttreibt, Od. 12, 167 Il. 15, 382; οὐκέτ' ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον, sie setzten die Ruder nicht mehr in Bewegung, Od. 12, 205. – Dah. übh. betreiben, beschleunigen, ὦνον Od. 15, 445; τὸν οἴκαδ' ἤπειγον στόλον Soph. Phil. 497; τὴν ὁδοιπορίαν Hdn. 4, 1, 4; im med., γάμον ἐπείγεσϑαι, die Heirath für sich betreiben, Od. 1, 97. 19, 142. – Im pass. sich antreiben, eilen, absol. u. c. inf., Il. 2, 354; ὄρνυϑι τοῦτον· ἐπειγέσϑω δὲ καὶ αὐτός 6, 363; Od. 5, 409; oft im partic. ἐπειγόμενος, eilig, schnell, z. B. ἄνεμοι Il. 5, 501; adverb., ψυχὴ – ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14, 519; δρῦς τάμον ἐπειγόμενοι, sie fällten sie eilig, 23, 119, vgl. 5, 902. Aber πρὸς ἠέλιον κεφαλὴν τρέπε δῦναι ἐπειγόμενος, sich sehnend, daß sie untergehe, Od. 13, 30, wie ἐπείγετο ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι, er wünschte zu vollenden, Hes. Se. 21; häufiger ὁδοῖο ἐπειγόμενος, sich nach der Fahrt sehnend, Od. 1, 309. 315. 13, 284; Ἄρηος ἐπειγόμενος, nach dem Kampfe sich sehnend, Il. 19, 142; eigtl. überall = sich beeilend in Beziehung auf Etwas, wie Il. 23, 437. 496 ἐπειγόμενος περὶ νίκης zeigt. – So auch Folgde, ὧραι ἐπειγόμεναι Pind. N. 3, 34, vgl. P. 9, 69; νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται Aesch. Ch. 649; οὔκουν ἐπείξῃ δεσμὰ τῷδε περιβαλεῖν; Prom. 52; χωρεῖτ', ἐπειγώμεσϑα Eur. Or. 1258; δεῠρ' ἐπείγονται ξιφήρεις Ion 1258; Ar. Eccl 43. Prosa, absol. u. mit inf., Thuc. 2, 81. 4, 4 u. öfter; τὴν παρασκευὴν ἐπειγόμενοι, τὸν πλοῦν, beschleunigend, 3, 2. 8, 9; οἱ ἐπειγόμενοι, die Eilenden, im Ggstz von εὖ βουλευόμενοι, Antiph. 5, 94; οὕτω σφόδρ' ἠπείχϑησαν Isocr. 4, 87; ἐπειχϑῆναι, im Ggstz von ἐπισχεῖν, ibd. 175; ἠπείγετο τιμωρήσασϑαι Aesch. 1, 145; ἠπείγετο οἴκαδε Plat. Theaet. 112 c; ὡς τοῦτο οὐδὲ ἐπεικτέον Legg. III, 787 e; mit dem partic., ἢν μὴ ἐπειχϑῇς ναυμαχίην ποιεύμενος Her. 8, 68. – Das act. in intrans. Bdtg steht Pind. Ol. 8, 47: Ξάνϑον ἤπειγεν, nach dem Xanthus, wie Soph. El. 1429 ᾗ νοεῖς ἔπειγε νῦν, eile dahin; vgl. Eur. Or. 288; Ar. Th. 473; ἐς λόχον Orph. Arg. 1029. S. κατεπείγω.
-
15 ὑπέρ
ὑπέρ, ep. auch ὑπείρ, wenn die letzte Sylbe vor einem Vocal lang sein soll, bei Hom. nur in der einen Vrbdg ὑπεὶρ ἁλός; – über.
I. als Adv. hat es sich in wenigen Stellen erhalten, die einfacher als tmesis behandelt werden können, oder wo sich, wie Soph. Ant. 514 πορϑῶν γε τήνδε γῆν· ὁ δ' ἀντιστὰς ὑπέρ, der Casus, hier γῆς, leicht aus dem Zusammenhang ergänzen läßt; mit Zahlbestimmungen, wie ὑπὲρ ἑξακιςχίλιοι, Dem. 59, 89, wird es besser in ein Wort geschrieben.
II. Präposition. A. c. gen., über; zunächst – 1) örtlich; – a) darüber hin, bei Verbis der Bewegung, ἕλκεν ὑπὲρ ἄντυγος, Il. 16, 406; ἐγχείη δ' ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ἱεμένη, 20, 279, d. i. über den Rücken hinfliegend, vgl. 21, 69; κῦμα νηὸς ὑπὲρ τοίχων καταβήσεται, 15, 382, vgl. 24, 320 Ol. 17, 675; τρὶς μὲν ὑπὲρ τάφρου μεγάλ' ἴαχε, er schrie über den Graben, Il. 18, 228; ὑπὲρ τειχέων ὁ λεύκασπις ὄρνυται λαός, Aesch. Spt. 88, über die Mauern her; ὑπὲρ ϑαλάσσης καὶ χϑονὸς ποτώμενοι, darüber hinfliegend, Ag. 562; Διρκαίων ὑπὲρ ῥεέϑρων μολοῦσα, Soph. Ant. 105; Ai. 688; πηδῶντος Ἕκτορος τάφρου ὕπερ, 1258; ὑπὲρ τῶν πρόσϑεν ἀκοντίζειν, über die Vordern hinwegschießen, Xen. Cyr. 6, 3, 24. – b) drüben, jenseits, τηλοῦ ὑπὲρ πόντου, Od. 13, 275, wie Pind. P. 9, 52; ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων, N. 7, 65; ἡ δ' ἔϑεεν μέσσον ὑπὲρ Κρήτης, Od. 14, 300; u. so bei geographischen Bestimmungen, wo auch wir über brauchen, οἱ ὑπὲρ Χεῤῥονήσου Θρᾷκες, Xen. An. 2, 6, 3, u. sonst. Aehnlich ist auch χιτωνίσκους ἐνεδεδύκεσαν ὑπὲρ γονάτων, über die Kniee, die bis über die Kniee reichten, Xen. An. 5, 4, 13. – c) bei Verbis der Ruhe, darüber, über, oben darauf, ἕστηκε ξύλον αὖον ὅσον τ' ὄργυι' ὑπὲρ αἴης, Il. 23, 327; στῆ δ' ἄρ' ὑπὲρ κεφαλῆς, Od. 6, 21, über den Kopf, zu Häupten, wie Od. 4, 803 u. öfter. In einzelnen Vrbdgn ist an die vorangegangene Bewegung zu denken, wie νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ, 12, 406, er führte sie herauf über das Schiff und ließ sie dort stehen; auch ἔβαλε κεφαλὴν ὑπὲρ οὔατος, Il. 15, 433, vgl. 13, 616; βάλε δουρὶ στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, 4, 528, vgl. 11, 108, u. sonst; ὑπὲρ κεφαλῆς ἡμῶν, Plat. Phaedr. 258 e; στὰς δ' ὑπὲρ μελάϑρων, Soph. Ant. 117; τὸ οὖρος τὸ ὑπὲρ Τεγέης, das Gebirge, das sich über Tegea erhebt, Her. 2, 105; οἱ ὑπὲρ ϑαλάσσης, 7, 115; λιμὴν καὶ πόλις ὑπὲρ αὐτοῦ, Thuc. 1, 46; ὁ ὑπὲρ τῆς κώμης γήλοφος, Xen. An. 1, 10, 12 u. sonst. – Daran reiht sich 2) die Bdtg zum Schutz, für, wie τεῖχος ἐτειχίσσαντο νεῶν ὕπερ, Il. 7, 449, eigtl. eine Mauer, die über die Schiffe hinreicht und sie schützt; vgl. 12, 5; Φοίβῳ ἑκατόμβην ῥέξαι ὑπὲρ Δαναῶν, ὄφρ' ἱλασόμεσϑα ἄνακτα, 1, 444, zum Besten der Danaer; νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών, Aesch. Pers. 397; Soph. Phil. 1278; ἐπισκήπτω τελεῖν ὑπέρ τ' ἐμαυτοῦ τοῦ ϑεοῦ τε τῆςδέ τε γῆς, O. R. 253; ὁ γοῠν λόγος σοι πᾶς ὑπὲρ κείνης ὅδε, Ant. 744; u. so bes. für Jem. sprechen, kämpfen, sterben, δεσποτῶν ϑνήσκειν ὕπερ, Eur. I. A. 312; häufig bei Her. u. in attischer Prosa, λέγειν, ἀπολογεῖσϑαι ὑπέρ τινος, Xen. Cyr. 5, 5, 11 An. 6, 4, 18 u. öfter; πολλὰ εἶπεν ὑπὲρ ἐμοῦ βοηϑῶν ἐμοί, Plat. Prot. 309 b; διαμάχεσϑαι, Conv. 207 b; dah. ὁ ὑπὲρ τῆς δικαιοσύνης λόγος, Rep. II, 359 c; auch ἡ ὑπὲρ τῆς χώρας φυλακή, die zum Besten des Landes bestellte Wache, Menex. 238 b; ὑπὲρ τῶν -πολλῶν ἐστι, zum Besten, Dem. 24, 193; Folgde. – 3) bei den Verbis des Sprechens schwächt sich diese Bdtg ab zu einem einsachen über, von, betreffend, de, ὑπὲρ σέϑεν αἴσχε' ἀκούω, ich höre Schimpfliches über dich, von dir, Il. 6, 524; τὰ λεγόμενα ὑπέρ τινος, Her. 2, 120; u. einzeln bei den Att., διαλέγεσϑαι ὑπέρ τινος, Plat. Apol. 39 e; ϑαῤῥεῖν, Xen. Cyr. 7, 1, 17; ἡ εἰςαγγελία ἐδόϑη εἰς τὴν βουλὴν ὑπὲρ Ἀριστάρχου, Dem. 21, 121, in Betreff des Aristarch; sehr geläufig bei Pol., ἱστορεῖν, διελϑεῖν, γράφειν ὑπέρ τινος, 1, 13, 7. 10. 1, 14, 1 u. sonst; ὑπὲρ τῆς φιλίας ἔϑετο πρὸς αὐτοὺς πίστεις, Pol. 3, 67, 7; ὑπὲρ Κρήτης ὁμολογεῖται, Strab. 10, 4, 9. – Auch Soph. O. R. 1444 οὕτως ἄρ' ἀνδρὸς ἀϑλίου πεύσεσϑ' ὕπερ ist ein ähnlicher Gebrauch. – 4) wegen, um Jemandes willen, bei Hom. nur mit λίσσομαι vrbdn, ὑπὲρ τοκέων, ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητρός, ὑπὲρ ψυχῆς, ὑπὲρ ϑυέων καὶ δαίμονος σῆς τ' αὐτοῦ κεφαλῆς, ich flehe um deiner Eltern willen, bei deinen Eltern, Il. 15, 660. 665. 22, 338. 24, 466 Od. 15, 261; so γουνάζομαι Ap. Rh. 3, 701, und einzeln bei a. sp. D. – Aehnlich σῶν ὑπὲρ στένω πόνων, Aesch. Prom. 66; ὑπὲρ σοῦ τοιάδ' ἔστ' ὀδύρματα, Ch. 501; τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαϑ' ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕπερ, Soph. Ant. 923, um ihrer Saumseligkeit willen; vgl. Markl. Eur. Suppl. 1125; so ἀγανακτεῖν ὑπέρ τινος, Plat. Phaed. 115 e; φοβεῖσϑαι, Rep. III, 387 c. – Dah. ὑπέρ c. inf., umzu, damit, ὑπὲρ τοῦ μὴ πράττειν τὸ προςταττόμενον, um das Befohlene nicht zu thun, Xen. u. A.; ὑπὲρ τοῦ μὴ παϑεῖν κακῶς ὑπὸ Φιλίππου, Dem. 4, 43; ὑπὲρ τοῦ μὴ ἀποϑανεῖν, um nicht zu sterben. – 5) für, anstatt, in Jemandes Namen, ὑπὲρ ἑαυτοῦ, an seiner Statt, Thuc. 1, 141; ἀποϑανεῖν ὑπὲρ τοῠ αὑτῆς ἀνδρός, Plat. Conv. 179 b; ἵνα ὑπὲρ ἐμοῦ διαλεχϑῇς αὐτῷ, Prot. 310 e; ἐγω ὑπὲρ σοῦ ἀποκρινοῦμαι, Gorg. 515 c; ἐγὼ ὑπὲρ Σεύϑου λέγω, ich spreche in Seuthes Namen, Xen. An. 7, 7, 3; αἰσχύνη ὑπέρ τινος, in Jemandes Seele, Luc. Prom. 7, wie Aesch. 1, 26; dah. auch στρατηγῶν ὑπὲρ ὑμῶν, eigtl., als er in eurem Namen, in eurem Auftrage Feldherr war, d. i. als er euer Feldherr war, Dem. 20, 83; vgl. ὑπὲρ τῆς Ἀσίας στρατηγήσας, Isocr. 4, 154, im Namen des Perserkönigs.
B. c. accusat., – 1) örtlich darüber hin, darüber hinaus, darüber hinweg, so daß das Ziel jenseits zu denken ist; ὑπὲρ ὦμον ἀριστερὸν ἤλυϑ' ἀκωκὴ ἔγχεος, οὐδ' ἔβαλ' αὐτόν, Il. 5, 16. 10, 373; ὑπὲρ οὐδὸν ἐβήσετο δώματος εἴσω, Od. 7, 135; ὑπὲρ μέγα λαῖτμα ϑαλάσσης, 9, 260; τεῖχος ὑπὲρ πᾶν δοῠπος ὀρώρει, Il. 12, 289; ὑπὲρ πόντον ἦλϑον, Aesch. Eum. 241; μολεῖν Παρνησίαν ὑπὲρ κλιτύν, Soph. Ant. 1129; selten in Prosa, dah. Thom. Mag. die Vrbdg des ὑπὲρ τὴν ἐπάνω σχέσιν δηλοῠν mit dem accus. für hellenistisch erklärt; ῥιπτέουσι ὑπὲρ τὸν δόμον, Her. 4, 188; ὑπερίσχειν τὰς κεφαλὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρόν, Pol. 3, 84, 9; Sp.; darüber hinaus, jenseits, οἱ ὑπὲρ Ἡρακλείας στήλας ἔξω οἰκοῠντες, Plat. Crat. 108 e. – 2) über das Maaß hinaus, ὑπὲρ αἶσαν, im Ggstz von κατὰ αἶσαν, Il. 6, 333. 487. 16, 780 u. sonst; ὑπὲρ μοῖραν, 20, 336, über das Geschick hinaus, also nicht in demselben einbegriffen, dah. auch wider das Geschick, vgl. ὑπέρμορον. So ὑπὲρ ϑεόν, Il. 17, 327; ὑπὲρ ὅρκια, 3, 299. 4, 67. 236. 271; σοφόν τι τὸ μηχανόεν τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ' ἔχων, Soph. Ant. 363; φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ ὑπὲρ τὸ βέλτιστον, Aesch. Ag. 368; ὑπὲρ τὴν ἀξίαν, Eur. Herc. fur. 146; ὑπὲρ ἀμπλακίαν, Pind. I. 5, 29; so bes. ὡς οὐκ ἔστιν ὑπὲρ ἄνϑρωπον, über den Menschen, über das Wesen u. die Kraft desselben hinausgehend, Plat. Legg. VIII, 839 d; ὑπὲρ ἡμᾶς φαίνεται τὰ εἰρημένα εἰρῆσϑαι, über unsere Fassungskraft, Parmend. 128 b; οἱ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν ποιούμενοι τοὺς παῖδας, Rep. II, 372 b, über das Vermögen hinaus, mehr als das Vermögen erlaubt; λόγοι ὑπὲρ τοὺς ἰδιώτας ἔχοντες, Isocr. 4, 11, wie ὑπερέχοντες; ὁ εὐδαίμων ὑπὲρ τὴν πόλιν, Dem. 13, 20; Sp., ὑπὲρ τὸν Πρωτέα μηχανᾷ τὴν ἐμὴν ἀκρόασιν ἀποδιδράσκειν, Luc. enc. Dem. 25, d. i. geschickter als Proteus; u. so ὑπὲρ δύναμιν, über Vermögen; ὑπὲρ λόγον, über alle Worte; οὐκ ἔστι μαϑητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον, Matth. 10, 24; ὁ φιλῶν πατέρα ὑπὲρ ἐμέ, 10, 37. – Bes. so von Zahlen u. Zeitbestimmungen, ὑπὲρ τὰ τεσσερήκοντα ἔτη, Her. 5, 64; τοὺς ὑπὲρ τριάκοντα ἔτη γεγονότας, Plat. Legg. II, 664 d; Xen. u. Folgde; ὑπὲρ τὸ ἥμισυ, über die Hälfte, Xen. Cyr. 3, 3, 47 An. 5, 10, 11. – Weiter geführt ist diese Bdtg noch von Pol., der 3, 79, 8 sagt κατεφϑείροντο ὑπὲρ τοὺς ἄλλους οἱ Κελτοί, sie kamen vor allen Andern, vorzugsweise um.
Seinem Casus kann ὑπέρ in allen Vrbdgn nachstehen u. erleidet dann die Anastrophe des Tones, ὕπερ, s. z. B. Il. 5, 339. 7, 449. 12, 5. 15, 665 Od. 19, 450; Tragg.
In der Zusammensetzung drückt ὑπέρ das Darübersein aus, sowohl a) örtlich, darüber, jenseits, – als b) darüber stehen zum Schutz, Bedecken, gew. c. gen. – c) das Darüberhinausgehen, sowohl übertreffen, als eine Steigerung des Begriffs enthaltend, u. das Uebermäßige, Außerordentliche ausdrückend, gew. mit tadelndem Nebenbegriff der Uebertreibung.
-
16 εξαναχωρεω
1) отходить, отступать(ἐπὴ τὸν ποταμόν, πρὸς τὸ οὖρος и πρόσω ἀπό τινος Her.; οἱ ἱππεῖς ἐξανεχώρησαν Plut.)
2) уклонятьсяἐ. τὰ εἰρημένα Thuc. — пытаться отказаться от своих слов
-
17 επειγω
1) давить (своей тяжестью), жать2) перен. тяготить, угнетать(χαλεπὸν γῆρας ἐπείγει Hom.)
3) перен. подавлять, поражатьθάμνοι ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ Hom. — кусты, пожираемые бушующим огнем;
ἐπείγετο βελέεσσιν Hom. — (Эант) был осыпаем стрелами4) теснить, преследовать, гнать(λαγωόν Hom.)
οὐδεὴς ἡμᾶς ἐπείγων διώκει Plat. — никто за нами не гонится;τὰ ἐπείγοντα Plut., Sext. — насущные вопросы, неотложные дела5) приводить в движение, двигать(ἐρετμὰ χερσίν Hom.)
ἔπειγε οὖρος ἀπήμων Hom. — дул попутный ветер;κλύδωνι ἐπείγεσθαι Eur. — быть подхваченным волнами (течением);med. — взбалтывать, взбивать (γάλα λευκόν Hom.)6) погонять, торопить, ускорять(ὦνον ὁδαίων, med. γάμον Hom.; τὸν οἴκαδε στόλον Soph.; med. παρασκευήν Thuc.)
τῆς ὥρας ἐπειγούσης Plut. — так как настала пора7) преимущ. med. pass. торопиться, устремляться, спешить(ἐπί τινα и τι Her., Plut., εἴς и πρός τινα и τι Eur., Plut.; οἴκαδε Plat.)
ᾗ νοεῖς ἔπειγε Soph. — поспеши (туда), куда собираешься;ἐπείγεσθαι Ἄρηος Hom. — рваться в бой;ἐπειγόμενος περὴ νίκης Hom. — рвущийся к победе;ψυχέ ἔσσυτ΄ ἐπειγομένη Hom. — душа стремительно вырвалась (из тела) -
18 παρατεινω
(fut. παρατενῶ, aor. παρέτεινα, pf. παρατέτᾰκα)1) растягивать, распростирать(ἱμάτιον Plut.; χεῖρας Diod.)
; med.-pass. тянуться, простираться τῇ τῆς Ἀραβίης οὖρος παρατέταται Her.; παρετέτατο ἥ τάφρος (μέχρι τοῦ Μηδίας τείχους Xen.)2) распространять, расширять, продолжать(τοὺς λόγους Arst.; τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου NT.)
ἐπὴ πλεῖον π. τέν διάσκεψιν Luc. — продолжать рассмотрение3) мат. (о геом. фигуре) развертывать, строить на данной прямой линии Plat.4) ( об эхо) растягивать, удлинять(τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς Luc.)
5) протяжно произносить, растягивать(ὀνόματα Luc.)
6) затягивать, откладывать, задерживать7) валить с ног, терзать, мучить(παρατείνεσθαι λιμῷ Plat.)
παρατέταμαι μακρὰν ὁδὸν πορευθείς Xen. — я совершенно измучен долгим переходом;γελῶντε ὀλίγου παρετάθησαν Plat. — оба они чуть не умерли со смеху;πολιορκίᾳ παρατείνεσθαι εἰς τοὔσχατον Thuc. — выдерживать осаду до конца8) тянуться, простираться(πρὸς τέν ἑσπέρην Her.)
π. τὸν λιμένα Thuc. — тянуться вдоль порта, т.е. быть расположенным у входа в порт (см. тж. 1) -
19 ἱστίον
1 sailἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν P. 1.92
μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων P. 4.293
ἀνὰ δἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου N. 5.51
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
-
20 πᾶς
πᾱς (πᾶς, παντί, πάντ(α), πάντες, πάντων, πάντας; πᾶσα, -ας, -αν, -αι, -ᾶν, -αις(ι), -ας; πάν, παντός, παντί, πάν αμπ; πᾶν, πάντα, πάντων, πᾶσι(ν), πάντ(α): the form πᾶν is rejected altogether by Schr., Proll., p. 23, but retained by Snell, I. 4.48, fr. 122. 9 ?. The α is guaranteed short O. 2.85, but long I. 4.48, where however a digamma follows: v. Radt on Pa. 6. 180.)1 (the) whole (of); all thea preceded by art.ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46
pro subs., πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν· ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει (Beck: πᾶν codd.:? on the whole) O. 2.85 τί θεός; τὸ πάν (Schr.: πᾶν codd.) fr. 140d.b without art. οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον in this whole time O. 6.36ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.44
ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος (Schr.: πᾶν codd.) O. 10.76δεῖξέν τε πᾶσαν τελευτὰν πράγματος O. 13.75
καὶ πᾶσαν κάτα Ἑλλάδ O. 13.112
πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον παρεκοινᾶθ P. 4.132
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν P. 8.30
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ ἔννεπεν P. 9.96
ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
[ πᾶσα πόλις (sic interp. Σ.) N. 5.47]εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.41
πλαγίαις δὲ φρέ-νεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ I. 3.6
χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 4. “Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22.2 all, everya adj.ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν O. 7.51
ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40
ἔργων πρὸ πάντων O. 10.23
ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41
σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66
ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
“ ἀγρούς τε πάντας” P. 4.149πράγματι παντὶ P. 4.278
πάσαισι γὰρ πολίεσι P. 7.9
“ τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους” P. 9.45ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (Mingarelli: πάντα codd., fort. recte) N. 3.58ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.41
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (contra Σ, πᾶσα ἡ πόλις) N. 5.47ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων (Schr.: πᾶν codd.) N. 10.29κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐπέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ πέταται I. 1.49
καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.39
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος (Schr.: πᾶν codd.) I. 4.11γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55
ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν (Schr.: πᾶν codd.) I. 8.14 Χάρισι πάσαι[ς fr. 6e. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. “ πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3.κατὰ πᾶσαν ὁδὸν Pae. 4.6
ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132
τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον Pae. 8.74
]α πᾶσαι[ ἀ]μφίπολ[οι] Κεφ[αλ]λαν[ Pae. 20.18
παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα *fr. 104b. 1.* πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν fr. 124. 7. add. adj., διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις their completely disparate power N. 6.2 ἢ γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων fr. 123. 9. pr. adj., in full, to the full,σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς O. 14.6
πᾶσαν εὐφροσύναν τάνυεν P. 4.129
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων, ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.38
b subs., everyone, everythingΧρόνος ὁ πάντων πατὴρ O. 2.17
πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
σαίνων ποτὶ πάντας P. 2.82
πάντα ἰσάντι νόῳ P. 3.29
λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων P. 4.189
παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν P. 5.25
“ κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” P. 9.44ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79
τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς N. 1.53
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.56
φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.88
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19
πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86
πάντα δ' ἐξειπεῖν ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.60
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν ( πὰν Schr.) I. 4.48πάντ' ἔχεις I. 5.14
Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα Pae. 6.55
]παντα σφιν ἐφρα[ς Pae. 8.86
ὀλοφύρομαι οὐδέν, ὅ τι πάντων μέτα πείσομαι Pae. 9.21
σὺν δ ἀνάγκᾳ πὰν καλόν (Schr.: πᾶν codd. Athenaei) fr. 122. 9. σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ fr. 131b. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς ( τὰ πάντα v. l.) fr. 141. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 1. πάντα θύειν ἑκατόν make all sacrifices in hundreds fr. 170. add. gen.τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100
3 fragg. & dub. [ ὀργαῖς πάσαις (codd. contra metr.: ἄρχεις Bowra, alii alia) P. 6.50] [ νωμᾶ πάσαις (codd. contra metr.: νεῖμ' ἁπάσαις Hermann) I. 2.22] στεφα]νοισι παν[ (v. l. νιν ap. Σ.) Πα.. 1. ]τι πᾳντᾳ[ Δ. 4. c. 4. πάντ' ἐπ οἶμον *fr. 107a. 6*. πάντων γὰρ ὑπέρβιος ανα[ fr. 140a. 54 (28). ἐπεὶ πᾳντᾳ[ ?fr. 334a. 11.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
κίλλουρος — κίλλουρος, ὁ (Α) ο κίγκλος*, η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλ ουρος το β συνθετικό ουρος < ουρά (πρβλ. κόλ ουρος). Ως προς το α συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λιθουαν. kiele, λεττ. ciēlava),… … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
AEGYPTUS — I. AEGYPTUS Ciceronis libertus, l. 16. ep. 15. Ad Tyronem. II. AEGYPTUS Rex Aethiopum, a S. Matthaeo, ut horum traditio haber, ad Christi fidem conversus. Marmol. l. 10. c. 13. III. AEGYPTUS a quo Aegypto regioni nomen secundum quosdam, Beli fil … Hofmann J. Lexicon universale
επουρίζω — (AM ἐπουρίζω) (για άνεμο) αρχίζω να γίνομαι ούριος νεοελλ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου από πλεύση πλαγιοδρομίας σε πλεύση ουριοδρομίας, αρμενίζω στα πρύμα αρχ. 1. (για θάλασσα) ωθώ προς τα εμπρός ως ούριος άνεμος («ἐπουρίζοντος δὲ τοῡ πελάγους… … Dictionary of Greek
επουριάζω — ἐπουριάζω (Α) 1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῡ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.) 2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ουριάζω,… … Dictionary of Greek
κατουρώ — (I) άω, έω (ΑΜ κατουρῶ, έω) 1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.) 2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… … Dictionary of Greek
πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… … Dictionary of Greek