Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπείγει

См. также в других словарях:

  • επείγει — (ως προσ. ή απρόσ.) επείγουν (ως προσ.) Σημειώσεις: επείγει – επείγομαι : εύχρηστη είναι η λόγια μτχ. επείγων, ουσα, ον ως επίθετο. Το επείγομαι σημαίνει → βιάζομαι (να γίνει κάτι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επείγει — γ εν. πρόσωπο ενεστ. του επείγω, απρόσ., υπάρχει ανάγκη άμεσης ενέργειας, είναι επιτακτικά αναγκαίο: Επείγει να γίνει εγχείρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπείγει — ἐπείγω press by weight pres ind mp 2nd sg ἐπείγω press by weight pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… …   Dictionary of Greek

  • CLEPSYDRA — I. CLEPSYDRA ab aquae furto dicta, hoc enim Graecis est κλέπτειν τὸ ὕδωρ (quod aquâ primitus hâc fini Veteres usi essent) quahtum ab Horologio hydraulico, cuius Ctesibius auctor fuit, teste Pliniô, l. 7. c. 37. differat, docet Vitruvius, l. 9. c …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …   Dictionary of Greek

  • βιαστικός — ή, ό (Μ βιαστικός, ή, όν) [βιάζομαι] καταναγκαστικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. αυτός που γίνεται με βιάση, με σπουδή νεοελλ. εκείνος που επείγει, που πρέπει να γίνει γρήγορα αρχ. ισχυρός, βίαιος …   Dictionary of Greek

  • κατεπείγω — (AM κατεπείγω) 1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.) 2. μέσ. κατεπείγομαι σπεύδω… …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • επείγομαι — βλ. πίν. 22 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: επείγει – επείγομαι : εύχρηστη είναι η λόγια μτχ. επείγων, ουσα, ον ως επίθετο. Το επείγομαι σημαίνει → βιάζομαι (να γίνει κάτι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»