-
1 προς-επι-σκέπτομαι
προς-επι-σκέπτομαι, noch dazu betrachten, Sp.
-
2 σκέπτομαι
σκέπ-τομαι, Il.17.652, Thgn.1095, and [dialect] Ion., Hdt.3.37, al., Hp.Prog.2, Herod.7.92; but [dialect] Att. writers (before Arist.) hardly ever have the [tense] pres. and [tense] impf. σκέπτομαι, ἐσκεπτόμην (exc. Pl.La. 185b, Alc.2.140a; in Th.8.66, Bauer restored [tense] plpf. προὔσκεπτο), but use σκοπῶ or σκοποῦμαι as [tense] pres., and take the other tenses from σκέπτομαι, [tense] fut.A , Th.6.40, etc.; [tense] aor. , S.Aj. 1028, E. Ion 206 (lyr.), Th.6.38, etc.; [tense] pf. , Hp.VM24, etc.: cf. σκοπέω:—but the [tense] pf. is used also in pass. sense, as also some other tenses, v. infr. 11.4.I look about carefully, spy, ; soσκέψασθε δ' ἐς τόνδ' E.Hipp. 943
: c. acc., σκέπτετ' ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων he looked after the whistling of the darts (so as to shun them), Il.16.361;σκέπτεο δὴ νῦν ἄλλον Thgn.1095
;σκεπτόμενος τοὺς νεκρούς Hdt.3.37
; σκέψαι.. βόστρυχον τριχός look well at it, A.Ch. 229;τὴν ἔγχελυν Ar.Ach. 889
; (lyr.);τὰ ἔνδον X.HG4.4.8
; τιν' ἐς δὲ μωρίαν ἐσκεμμένοι looking into you and seeing.., E.Heracl. 147: folld. by an Interrog.,σκέπτεο νῦν.., αἴ κεν ἴδηαι Il.17.652
;σ. πόθεν ἡ στάσις, ἢ τίς ὁ θρύλλος Batr.135
;τί εἴη τὸ κωλῦον X.An.4.5.20
; εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων ib.7.3.42: abs., look at, examine, Hdt.4.196; σκέψασθε, παῖδες look, lads! Ar.Eq. 419.II later of the mind, view, examine, consider,σκέψασθε.. τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν S.Aj. 1028
;σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον Id.OT 584
;ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην Th.6.38
, etc.;τὸ δίκαιον E.Or. 494
; μηδὲν ἐσκέφθαι δίκ. D.21.192;πρὸς ἑαυτόν τι Pl.Phd. 95e
; ἐκ τῶνδε σκέψαι from these facts, X.Mem.2.6.38, cf. D.2.17;περί τινος Pl.La. 185c
, Cra. 401a; σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων judge by what children do, Ar.Pl. 576;ἐν σοὶ σκεψώμεθα Pl.Sph. 239b
: abs.,σκέψασθέ νυν ἄμεινον E.Or. 1291
;σκεψώμεθα δή Ar.Th. 802
; σκέψασθε δέ· only consider, to call people's attention to a point, Antipho 6.41, Th.1.143: folld. by a clause with οἷος, ὁποῖος, ὡς, A. Pr. 1014, S.Tr. 1077, E.IA 1377, etc.; by ὅτῳ τρόπῳ, Th.1.107; by πῶς.., πόθεν.., πότερον.. ἤ.. , X.An.4.5.22, 5.4.7, 3.2.20, etc.; by εἰ, consider whether or no, S.El. 442, Ar. Pax 29, Eq. 1141, X.An.3.2.22; in full,σ. τοῦτο, εἰ.. S.OT 584
;τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ σκεπτόμεθα Arist.EN 1103b28
.2 rarely, think or deem a thing to be so and so,καλλίω θάνατον σκεψάμενος Pl.Lg. 854c
.3 think of beforehand, provide,σκεπτόμεθα τἀναγκαῖ' ἑκάστης ἡμέρας Philem.120
;τὸ συμφέρον Pl.R. 342a
; prepare, premeditate,λόγους D.24.158
; : c. inf., plan, Th.8.63.4 [tense] pf. in pass. sense, πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται with consideration, Id.7.62; σκοπεῖτε οὖν. Answ. , cf. X.HG3.3.8, D.21.191, 61.7: also 3 [tense] fut. [voice] Pass. ; [tense] aor. ἐσκέφθην, ες τὸ σκεφθῆναι for observation, Hp. de Arte 11; [tense] aor. 2 and [tense] fut. 2 ἐσκέπην ([etym.] ἐπ-) , σκεπήσομαι ([etym.] ἐπι-), LXX Nu.1.19, 1 Ki.20.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκέπτομαι
-
3 προςεπισκέπτομαι
-
4 σκοπέω
σκοπ-έω, used by early writers only in [tense] pres. and [tense] impf. [voice] Act. and [voice] Med. (v. infr. 11), the other tenses being supplied by σκέπτομαι (q.v.):—but in later writers we find [tense] fut. σκοπήσω, Anon.Prog. in Rh.1.615 W., Gal.UP3.10 (f.l.), ([etym.] ἐπι-) Babr. 103.8, ([etym.] κατα-) Hld.5.4: [tense] aor.Aἐσκόπησα Thphr.Sign.1
([etym.] προ-), Plb. Fr.54 (s.v.l.) ([etym.] περι-), Lib.Or.12.28, etc.: and of [voice] Med., [tense] aor. ἐσκοπησάμην ([etym.] περι-) Luc.VH1.32: [tense] pf. ἐσκόπημαι ([etym.] προαν-) J.AJ17.5.6: (cf. σκέπτομαι):—behold, contemplate (rather of particulars than of universals, of which θεωρέω is more commonly used, butοἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι Pl.Phd. 99d
),ἄστρον Pi.O.1.5
; , cf. E.IA 490; ;τὰ ἔμπροσθεν X.An.6.3.14(17)
; examine, inspect,καταθεῖναί τι.. σκοπεῖν τῷ βουλομένῳ IG 12(5).480
(Athenian law, v B.C.);σ. παραγραφάς PLips. 38 ii 2
(iv A.D.): abs., ἄλλοσε ς. S.El. 1474; σκοπεῖτε look out, watch, A.Supp. 232, etc.: folld. by a clause,σ. ὅπου.. S.Ph.16
;σ. ποῦ.. X.Cyr.3.2.1
, etc.: folld. by a Prep.,σ. εἰς.. E.Fr.812.6
, Pl.Plt. 305b.2 metaph., look to or into, consider, examine, τὰ ἑωυτοῦ ς. look to one's own affairs, Hdt.1.8;τὸ σεαυτοῦ Pl.Phdr. 232d
;τὸ ὑμέτερον Antipho 4.2.8
;καιρόν Th.4.23
;τὸ συμφέρον Pl.R. 342b
sq.;τὸ πρὸς ποσί S.OT 130
; τοὺς νόμους πρὸς τοὺς τῇδε with reference to the laws here, Pl.Ti. 24a;τι πρὸς ἐμαυτόν Id.Euthphr.9c
: abs.,σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν S.OT68
, cf. Ph. 282: folld. by an acc. and interrog. clause, orμή.., σ. τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται Hdt.1.32
, cf. S.Ph. 506, OT 407: folld. by an interrog. clause alone,σ. πόθεν χρὴ ἄρξασθαι And.1.8
;σ. εἰ.. S.Ant.41
, Pl.Lg. 862a ([voice] Med.);ὅπως.. X.Cyr.2.2.26
: sts. c. gen. pers. as well as acc. or clause,σκόπει δὴ τόδε αὐτῶν Pl.Tht. 182a
;πρῶτον αὐτῶν ἐσκόπει πότερα.. X.Mem.1.1.12
: folld. by a Prep., , cf. 1.1, X.An.3.1.13;πρὸς τὸ ἄρχειν σκοπῶν λογίζομαι Id.Cyr.1.6.8
;σ. τὰ λοιπὰ πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Antipho 1.31
; ; τόδε περὶ αὐτοῦ ib. 351b, etc.;τὴν ὀρθολογίαν περί τι Id.Sph. 239b
: with Adv., abs., ὀρθῶς ς. E.Ph. 155; ; .3 look out for,παῦλαν X.An.5.7.32
;τι ἀγαθόν Id.Hier.9.10
;νεώσοικον Ar.Ach.96
;ἐσκόπει γυναῖκά μοι Is.2.18
, cf. D.Ep.2.11;σ. ὄνομα κάλλιον αὐτῇ Plu.2.991f
.II [voice] Med., used like [voice] Act. 1.1 (perh. implying a more deliberate consideration), c. acc., E.IT 68, Hel. 1537; .2 = 1.2, S.OT 964;σ. τύχας βροτῶν E.Fr. 262
: folld. by relat.,σ. τίνι τρόπῳ.. Pl.Smp. 176b
, cf. Th.8.48:περί τινος Pl.Prt. 353a
, X.Hier. 1.10: abs.,ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν.. S.Tr. 296
.3 = 1.3,ὅτανπερ ἀδικεῖν ἐπιχειρῶσιν, ἅμα καὶ τὴν ἀπολογίαν σκοποῦνται Isoc.21.17
.III rarely in [voice] Pass., σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων considering and being considered, Pl.Lg. 772d; ὁ λόγος.. αἰσχρὸς τοῖς σκοπουμένοις is disgraceful in the very matter considered, D.20.54 (s.v.l., τοῖς ς. secl. Dobree). -
5 σκοπός
σκοπός, ὁ (σκέπτομαι), 1) der Schauer, der genau zusieht, der Aufseher, Achtgeber; παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν, Il. 23, 359; auch ἡ, Aufseherinn, ἥτε γυναικῶν δμωάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρα, Od. 22, 396. Bei Pind. bes. von Göttern und Königen, mit dem gen. des Landes oder Ortes, über welchen sie die Aufsicht od. Obhut haben, Ὀλύμπου σκοποί Ol. 1, 54, Δάλου 6, 59, Μαγνήτων N. 5, 27; Aufpasser, Lauscher, in tadelndem Sinne, Od. 22, 156; Kundschafter, Späher, der von einem hochliegenden Orte, einer Warte aus die Gegend umher beobachtet, ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε, Il. 2, 792; σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, 10, 324, wo er sich als Spion ins feindliche Lager schleichen will, vgl. 526. 561; σκοποὶ ἷζον ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας, Od. 16, 365; οὐκ ἔλαϑε σκοπόν, Pind. P. 3, 27, σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῠ ἔπεμψα, Aesch. Spt. 36; Suppl. 636; τὸν σκοπὸν πρὸς ναῠν ἀποστελῶ πάλιν, Soph. Phil. 125; O. C. 1098; ἀπὸ τειχέων σκοποί, Eur. Troad. 956; σκοποὺς ἔπεμψε τούςδε τῶν ἐμῶν κακῶν, El. 354, u. sonst; Xen. Cyr. 1, 6, 40 (gew. κατάσκοπος) u. Folgde, wie Pol. – 2) das in der Ferne aufgesteckte Ziel, wonach man sieht od. zielt, u. übtr., Zweck, Absicht; νῠν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὖπ ω τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, Od. 22, 6; dah. οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῠ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυϑεῖται, 11, 344, nicht vom Ziele ab, so daß der Zweck verfehlt wird; σκοποῠ τυχεῖν, Pind. N. 6, 28; ἔπεχε σκοπῷ, Ol. 2, 98; ἔλασε σκοπόν, 11, 74, er traf das Ziel, erreichte es; παρὰ σκοπόν, 13, 90; ἔκυρσας ὥς τε τοξότης ἄκρος σκοποῠ, Aesch. Ag. 614; πάντες ὥςτε τοξόται σκοποῠ, τοξε ύετ' ἀνδρὸς τοῠδε, Soph. Ant. 1020; u. in Prosa sehr geläufig: οὗτος ἔμοιγε δοκεῖ ὁ σκοπὸς εἶναι, πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν, Plat. Gorg. 507 d; οἷον τοξότην φαῠλον ἱέντα παραλλάξαι τοῠ σκοποῠ καὶ ἁμαρτεῖν, Theaet. 194 a; ἀποτυγχάνω σκοποῠ, Legg. V, 744 a; σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχειν, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 6, 29; σκοπὸν προέϑηκε κάλλιστον, Pol. 7, 8, 9; πρὸς τοῠτον τὸν σκοπὸν ἐποιεῖτο τὰς παρασκευάς, 15, 26, 6. – Die Accentuation des Wortes σκόπος in der ersten Bdtg ist falsch, s. Wolf Anal. II p. 469.
-
6 σκοπός
A one that watches, one that looks about or after things,παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359
; γυναικῶν δμῳάων σ. ἐσσι, of a housekeeper, Od. l.c.: in Pi., of gods and kings, c. gen. loci, guardian, protector, Ὀλύμπου ς. O.1.54;Δάλου 6.59
; Μαγνήτων ς., of Peleus, N.5.27;τὸν ὑψόθεν σ., φύλακα βροτῶν A.Supp. 381
(lyr.); alsoσκοποὶ τῶν εἰρημένων S.Ant. 215
.2 mostly, lookout-man, watcher, stationed in some high place ([etym.] σκοπιά) to overlook a country, esp. in war, Il.2.792, Od.16.365, X.Cyr.3.2.1, 4.1.1, etc.; henceἨέλιον.. θεῶν σ. ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν h.Cer.62
: also, game-watcher, X.Cyr. 1.6.40.3 spy, scout, Il.10.324, 526, 561 (later κατάσκοπος)σ. καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα A.Th.36
, cf. E.Tr. 956; of a messenger who has been sent to learn tidings, S.OC35, cf. Ph. 125;σκοπός, ναῶν κατόπτας E.Rh. 557
(lyr.).II mark or object on which one fixes the eye,σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι αἴ κε τύχωμι Od.22.6
; ἀπὸ σκοποῦ away from the mark, 11.344; ἀπὸ σ. εἰρηκέναι, εἰρῆσθαι, Pl.Tht. 179c, X.Smp.2.10;παρὰ σκοπόν Pi.O.13.94
; σκοπῷ ἐπέχειν τόξον to aim at it, ib.2.89;σκοποῦ ἄντα τυχεῖν Id.N.6.27
;ἔκυρσας ὥστε τοξότης.. σκοποῦ A.Ag. 628
;ὥστε τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε S.Ant. 1033
; ;ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν X.Cyr.1.6.29
;παραλλάξαι τοῦ σ. καὶ ἁμαρτεῖν Pl.Tht. 194a
;ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ Id.Lg. 744a
.2 metaph., aim, end, object,οὗτος.. δοκεῖ ὁ σ. εἶναι πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν Id.Grg. 507d
;τὴν ἡδονὴν σ. ὀρθὸν πᾶσι ζῴοις γεγονέναι Id.Phlb. 60a
;στοχάζεσθαι σκοποῦ Id.R. 519c
;σ. τυραννικὸς τὸ ἡδύ Arist.Pol. 1311a4
, etc.; σκοπός.. nihil praebere 'his little game' is to make no allowance, Cic.Att. 15.29.2, cf. Arg. 11 Ar.Eq.b Medic., of healing, ἐπὶ τῷ πρώτῳ ς. by first intention (i.e. direct union), κατὰ δεύτερον ς. by second intention (i.e. granulation or scar tissue), Gal.1.387, cf. 10.162.
См. также в других словарях:
σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… … Dictionary of Greek
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
επιφράζω — ἐπιφράζω (AM) μσν. φρ. «ἐπιφράζω πρὸς ὀργήν» οργίζομαι αρχ. 1. λέω επί πλέον («δεῑ δή με πρὸς τούτοισι ἐπιφράσαι», Ηρόδ.) 2. μέσ. ἐπιφράζομαι (με απρμφ.) σκέπτομαι, μού ήρθε η ιδέα («τὸ μὲν οὔ τις ἐπιφράσατ’... ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Οδ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek