-
1 σκοπιά
σκοπιά̱, σκοπιάlookout-place: fem nom /voc /acc dualσκοπιά̱, σκοπιάlookout-place: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 σκοπιά
σκοπιάlookout-place: fem dat sg (attic doric aeolic)σκοπιάζωspy from a high place: fut ind mid 2nd sg (epic)σκοπιάζωspy from a high place: fut ind act 3rd sg (epic) -
3 σκοπιᾷ
σκοπιάlookout-place: fem dat sg (attic doric aeolic)σκοπιάζωspy from a high place: fut ind mid 2nd sg (epic)σκοπιάζωspy from a high place: fut ind act 3rd sg (epic) -
4 σκοπιά
σκοπιά, ἡ, ion. σκοπιή, 1) ein Ort, von dem man weit umherschauen, spähen kann (σκοπέω), ein hoch, frei gelegener Ort, eine Warte; ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν νέφος, Il. 4, 275; ἥμενος ἐν σκοπιῇ, 5, 771; τὸν δ' ἄρ' ἀπὸ σκοπιῆς εἶδε σκοπός, Od. 4, 524; σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν ἀνελϑών, 10, 97. 148, wie ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσϑαι, 14, 261. Auch ein Wachtthurm, Her. 2, 15; σκοπιᾶς ἐφάψασϑαι ποδοῖν, Pind. N. 9, 47, die hohe Warte erreichen; Soph. nannte den Athos Θρῇσσαν σκοπιὰν Ζηνὸς Ἀϑῴου, frg. 229; τὰν Ἰλιάδος σκοπιὰν πέρσαντες, Eur. Hec. 931; οὔρειαι σκοπιαὶ ϑεῶν, Phoen. 240, u. öfter; τηλεφανής, Ar. Nubb. 282; ὥςπερ ἀπὸ σκοπιᾶς, Plat. Rep. IV, 445 c. – 2) das Umherspähen, Wachehalten; σκοπιὴν ἔχειν, = σκοπιάζειν, Od. 8, 302; Her. 5, 13; die Beobachtung, Arat. 833.
-
5 σκοπια
эп.-ион. σκοπιή ἥ1) возвышенное место, наблюдательный пункт(τὸν ἀπὸ σκοπιῆς εἶδε Hom.)
2) вершина(οὔρειαι σκοπιαί Eur.)
Ἰλιὰς σ. Eur. — высоты Илионской твердыни3) наблюдение(σκοπιέν ἔχειν τινός Her.)
-
6 σκοπιά
1 peakοὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47
καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα fr. 51a. 3. -
7 σκοπιά
σκοπιά, ἡ, (1) ein Ort, von dem man weit umherschauen, spähen kann ( σκοπέω), ein hoch, frei gelegener Ort, eine Warte. Auch ein Wachtturm; σκοπιᾶς ἐφάψασϑαι ποδοῖν, die hohe Warte erreichen; (2) das Umherspähen, Wachehalten; die Beobachtung -
8 σκοπιά
η1) наблюдательный пункт; 2) караульная будка; 3) стража, караул; вахта;η σκοπιά δεν πήρε χαμπάρι — стража не заметила;
είμαι σκοπιά — стоять на страже, караулить;
§ βλέπω τα πράγματα απ' τη σκοπιά μου — смотреть на вещи со своей колокольни
-
9 σκοπιά
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκοπιά
-
10 Σκόπια
τα г. Скопье, Скопле -
11 σκοπιά,-ᾶς
ἡ N 1 2-6-4-0-1=13 Nm 23,14; 33,52; JgsB 10,17; JgsA 11,29 (bis)height, hilltop, lookout Nm 23,14; outlook point, watchtower 1 Kgs 15,22; high place Nm 33,52; watch, guard duty Sir 40,6Cf. DORIVAL 1994, 554 -
12 σκοπιά
[скопьа] ουσ θ наблюдательный пункт, будка часового. -
13 σκοπιά
A lookout-place, in Hom. esp. a hill-top,σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν Od.10.97
;ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν Il.4.275
, Od.4.524;ἥμενος ἐν σκοπιῇ Il.5.771
; ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι each to his lookout-place, Od.14.261; ἄγγελος.. ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος ς. Thgn.550; watch-tower, Hdt.2.15;ὥσπερ ἀπὸ σ. μοι φαίνεται Pl.R. 445c
.2 peak, height, of Cithaeron, Simon.130; of Athos, S.Fr. 237 (anap.); Ἰλιὰς ς., of the Trojan acropolis, E.Hec. 931 (lyr.), cf. Ph. 233 (lyr.), Ar.Nu. 281 (lyr.), etc.;Θάσου σκοπιαί JHS29.93
: metaph., Pi.N.9.47:— σκοπιαί personified as women ([place name] Oreads), Philostr.Im.2.4.II look-out, watch, σκοπιὴν ἔχειν to keep watch, Od.8.302;οὔ κῃ πρόσω σ. ἔχοντες τούτων Hdt.5.13
; κρυπταὶ ς. X.Eq.Mag.4.10;σκοπιὴν φυλάσσειν Arat.883
. -
14 σκοπιά
aspect -
15 σκοπιά
lookoutΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκοπιά
-
16 παλιν-σκοπιά
παλιν-σκοπιά, ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.
-
17 παλμο-σκοπία
παλμο-σκοπία, ἡ, Weissagung aus den Schwingungen, Zuckungen eines Gliedes.
-
18 τερατο-σκοπία
τερατο-σκοπία, ἡ, Beobachtung u. Deutung wunderbarer od. widernatürlicher Zeichen od. Erscheinungen, Sn.
-
19 τειχο-σκοπία
τειχο-σκοπία, ἡ, das Schauen von der Mauer, Schol. Eur. Phoen. 88; so hieß ein Theil des dritten Gesanges der Iliade.
-
20 βροντο-σκοπία
βροντο-σκοπία, ἡ, Donnerbeobachtung, Lyd.
См. также в других словарях:
σκοπιά — σκοπιά̱ , σκοπιά lookout place fem nom/voc/acc dual σκοπιά̱ , σκοπιά lookout place fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιᾷ — σκοπιά lookout place fem dat sg (attic doric aeolic) σκοπιάζω spy from a high place fut ind mid 2nd sg (epic) σκοπιάζω spy from a high place fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιά — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (332 κάτ., υψόμ. 450 μ.) στην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (36 τ. χλμ., 332 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (594 κάτ., υψόμ. 700 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του… … Dictionary of Greek
σκοπιά — η 1. παρατηρητήριο: Κατασκεύασαν σκοπιές γύρω από το στρατόπεδο. 2. οπτική γωνία από την οποία βλέπει κάποιος κάτι, πλευρά, άποψη: Κρίνει το θέμα από τη δική του σκοπιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερατο(ειδο)σκοπία — η ιατρ. εξέταση τών μετατοπίσεων τής σκιάς τής κόρης τού ματιού, με σκοπό τον προσδιορισμό τού βαθμού τής διαθλαστικής ικανότητάς του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. keratoscopy < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + scopy (πρβλ. σκοπία < σκόπος < … Dictionary of Greek
σκοπιᾶς — σκοπιά lookout place fem gen sg (attic doric aeolic) σκοπιᾶ̱ς , σκοπιάζω spy from a high place fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιάν — σκοπιά̱ν , σκοπιά lookout place fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιάς — σκοπιά̱ς , σκοπιά lookout place fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιάσας — σκοπιά̱σᾱς , σκοπιάζω spy from a high place fut part act fem acc pl (doric) σκοπιά̱σᾱς , σκοπιάζω spy from a high place fut part act fem gen sg (doric) σκοπιάσᾱς , σκοπιάζω spy from a high place aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιαῖς — σκοπιά lookout place fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιαῖσιν — σκοπιά lookout place fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)