Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλεκτόν

См. также в других словарях:

  • πλεκτόν — πλεκτός plaited masc acc sg πλεκτός plaited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PERDIX — I. PERDIX Daedali nepos. quem, cum serrae usum primus reperisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt perisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt praecipitatum, deorumque misericordiâ in avem sui nominis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κύτος — το (Α κύτος) 1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.) 2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει… …   Dictionary of Greek

  • πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… …   Dictionary of Greek

  • συρίσκος — και ὑρίσκος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι τινὲς δὲ ὑρίσκον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»