Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλαδ

См. также в других словарях:

  • πλαδδιώ — άω, Α (λακων. λ.) 1. φλυαρώ, λέω ανοησίες, μωρολογώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «πλαδ(δ)ιῇ ματαΐζει, σοβαρεύεται» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «παραφρονῶ, πλησιάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. πλαδδ ιάω εμφανίζει κατάλ. ιάω/ ιῶ, η οποία απαντά σε ρ. που… …   Dictionary of Greek

  • φλυδαρός — ά, όν, Α υγρός ή πλαδαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλυδῶ + επίθημα αρός (πρβλ. μαδ αρός, πλαδ αρός). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο pu2rudaro] …   Dictionary of Greek

  • ψαθυρός — ή, ό / ψαθυρός, όν, ΝΑ, και ψαθαρός και αττ. τ. ψαδυρός, όν, Α αυτός που εύκολα θρυμματίζεται, εύθρυπτος, εύθραυστος νεοελλ. φολιδωτός αρχ. 1. (για υγρά) αυτός που έχει μικρή πυκνότητα 2. (για αέρα) αραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»