Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παραγιγνώσκω

См. также в других словарях:

  • παραγινώσκομεν — παραγιγνώσκω decide wrongly pres ind act 1st pl (ionic) παραγιγνώσκω decide wrongly imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγινώσκω — παραγιγνώσκω decide wrongly pres subj act 1st sg (ionic) παραγιγνώσκω decide wrongly pres ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγιγνώσκοντες — παραγιγνώσκω decide wrongly pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγινώσκοντες — παραγιγνώσκω decide wrongly pres part act masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγνούς — παραγιγνώσκω decide wrongly aor part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγνῶναι — παραγιγνώσκω decide wrongly aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέγνωσαν — παραγιγνώσκω decide wrongly aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»