Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πίσσω

См. также в других словарях:

  • πισσῶ — πισσόομαι pres subj act 1st sg πισσόομαι pres ind act 1st sg πισσόω pitch over pres subj act 1st sg πισσόω pitch over pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσσω — πισσόομαι pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πισσόομαι imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) πισσόω pitch over pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πισσόω pitch over imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιττῶ — πισσῶ , πισσόομαι pres subj act 1st sg πισσῶ , πισσόομαι pres ind act 1st sg πισσῶ , πισσόω pitch over pres subj act 1st sg πισσῶ , πισσόω pitch over pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισσώνω — πισσῶ, όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, όω Α [πίσσα:] χρίω, αλείφω κάτι με πίσσα, κατραμώνω («πισσοῡν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) αρχ. 1. επιχρίω ορειχάλκινα αγάλματα με πίσσα προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή αλείφω με πίσσα ορειχάλκινα… …   Dictionary of Greek

  • απίσσωτος — η, ο (Α ἀπίσσωτος, ον) αυτός που δεν έχει αλειφθεί με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πισσώ ( όω) < πίσσα] …   Dictionary of Greek

  • ευπίσσωτος — εὐπίσσωτος, ον (Μ) αυτός που είναι καλά αλειμμένος με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πισσώ «αλείφω με πίσσα» (< πίσσα)] …   Dictionary of Greek

  • καταπισσώ — καταπισσῶ, όω και αττ. τ. καταπιττῶ, όω (Α) 1. καλύπτω με πίσσα, πισσώνω 2. μτφ. χρωματίζω κάποιον με μαύρο χρώμα, μαυρίζω 3. αλείφω με πίσσα και καίω κάποιον για τιμωρία 4. αλείφω με πίσσα το δέρμα για να κάνω αποτρίχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) *… …   Dictionary of Greek

  • ολκαδοπιττωτής — ὁλκαδοπιττωτής, ὁ (Α) αυτός που αλείφει με πίσσα τις ολκάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκάς, άδος + πιττωτής, αττ. τ. τού πισσωτής (< πισσῶ < πίσσα)] …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • πίσσωση — η / πίσσωσις, εως, ΝΜΑ, αττ. τ. πίττωσις Α [πισσώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πισσώνω, επίχριση με πίσσα, πίσσωμα …   Dictionary of Greek

  • περιπισσώ — και αττ. τ. περιπιττῶ, όω, Α (κατά τον Ησύχ.) «περικωνῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πισσῶ (< πίσσα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»