-
1 πέρᾱ
πέρᾱ (vgl. πέραν), darüber hinaus, über einen gewissen Raum hinaus, weiter; φράσῃς μοι μὴ πέρα, Soph. Phil. 332; παῦε, μὴ λέξῃς πέρα, 1259; oft auch c. gen., φωνεῖν πέρα τῶν πρὸς σὲ νῠν εἰρημένων, O. C. 258; ϑρασεῖα καὶ πέρα δίκης ἄρχω, über das Recht hinaus, El. 511; τοῠ γὰρ εἰκότος πέρα ἄπεστι πλείω τοῠ καϑήκοντος χρόνου, O. R. 74, d. i. anders als wahrscheinlich, wider Erwarten; ϑαυμάτων πέρα, Eur. Hec. 714; μή γε πέρα προβῇς τῶνδε, Hipp. 501; ἐμοὶ οὐ ϑέμις λέγειν πέρα, mehr zu sagen, wie μηδ' ἐρωτήσῃς πέρα I. T. 554; u. in Prosa: μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν, Plat. Tim. 29 d; μέχρι τοῦ μέσου καϑιέναι, πέρα δ' οὔ, Phaed. 112 e; auch mit dem Artikel, οὐκέτ' ἂν τὸ πέρα ἀκούσαις ἐμοῠ λέγοντος, Phaedr. 241 d; πέρα τοῠ δέοντος σοφώτεροι γε-νόμενοι, Gorg. 487 d, weiser als nöthig ist; πέρα τῶν ἀναγκαίων, Rep. VI, 493 d; ἡ πέρα τούτων ἐπιϑ υμία, VIII, 559 b, u. öfter; von der Zeit, οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν, nicht länger, Xen. An. 5, 9, 28; ἤδη δὲ πέρα μεσούσης τῆς ἡμέρας, über Mittag hinaus, 6, 3, 7, vgl. 6, 1, 28; πέρα τοῦ καιροῦ, Hell. 5, 3, 5; ὁ νόμος κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν πέρα μεδίμνου κριϑῶν, Is. 10, 10; u. bei Folgdn; πέρα τοῠ δέοντος, Pol. 5, 104, 3, wie πέρα τοῦ καϑήκοντος, 22, 1, 5, u. öfter. – Uebertr., über ein gewisses Maaß hinaus, wie ὃς τῶν ἐμῶν ἐχϑρῶν μ' ἔνερϑεν ὄντ' ἀνέστησας πέρα, du hast mich über meine Feinde erhoben, der ich ihnen unterlag, Soph. Phil. 662; daher = übermäßig, μόγος ἔχει τοτὲ πέρα, τοτὲ δέ γ' ὕπερϑεν, O. C. 1742; πέρα γε παϑοῠσα, Eur. El. 1186; ἄπιστα καὶ πέρα κλύειν vrbdt Ar. Av. 416, eigentl. was über das Hören hinausgeht, mehr als man je gehört hat; – πέρα ἀνϑρώπ ου, über den Menschen hinaus, über seine Kraft, Philostr. – Geradezu für πλήν, außer, Xen. Conv. 8, 19, l. d. – In allen Vrbdgn steht es sowohl vor, als hinter dem genit. – Den comp. περαίτερος, περαιτέρω s. unten besonders.
-
2 πέρα
επίρρ.1) дальше, далее; далеко, вдалеке, вдали; вдаль; по ту сторону;είναι τόσο πέρα πού ούτε τον βλέπεις — он так далеко, что его не видно;
από πέρα — издалека; — оттуда;
απ' το σταθμό και πέρα — от вокзала и дальше; — за вокзалом;
(ε)κεί πέρα — там; — туда;
πέρα από — за пределами чего-л.;
πέρα απ' το ποτάμι — за рекой;
πέρα από δώ — дальше;
εδώ πέρα — здесь, тут; — сюда;
πάρα πέρα — или πιο πέρα ( — по)дальше, в сторону; — далее;
ο πα ρα πέρα — дальнейший;
κάνε πιο πέρα (πάρα πέρα) — отойди подальше, отойди в сторону;
2) сверх;πέρα του δέοντος — сверх всякой нормы;
από τα πενήντα και πέρα — от пятидесяти лет и выше;
§ πέρα πέρα или πέρα καί πέρα — сверху донизу; — насквозь; — от начала до конца; — от края до края;
πέρα γιά πέρα — совершенно, совсем;
(δεν) τα βγάζω πέρα — а) (не) справляться; — б) (не) сводить концы с концами;
κάνε πέρα! — пошёл вон!, уходи!;
εγώ τού μιλώ και αυτός πέρα βρέχει — я ему говорю, а ему хоть бы что;
τράβηξε ίσα πέρα — иди прямо туда;
πέρα δώθε — туда-сюда;
από δώ και πέρα — с этого момента; — на будущее;
από κεί και πέρα — а) в дальнейшем, дальше, далее; — б) остальное;
τί μού λες αύτού πέρα! — да что ты там говоришь!
-
3 πέρα
πέρᾱ (A), Adv.A beyond, further,μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, π. δ' οὔ Pl. Phd. 112e
;μέχρι τούτου.., π. δὲ μή Id.R. 423b
: with Art.,τὸ π. λέγειν Id.Phdr. 241d
.2 c. gen., π. ὅρου ἐλαύνειν further than, Lex ap.D. 23.44;τούτου μὴ π. προβαίνειν Arist.Pol. 1319b14
, cf. Pl.Ti. 29d.II of Time, longer,οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν X.An.6.1.28
: with Art.,τὸ π. καθεύδειν τοῦ πρέποντος Aeschin.Socr.52
.2 c. gen.,π. μεσούσης τῆς ἡμέρας X.An.6.5.7
; τῶν πεντήκοντα π. γεγονότας above fifty years old, Pl.Lg. 670a (v.l. πέραν).III freq. metaph., beyond measure, extravagantly, π. λέξαι, φράσαι, S.El. 633, Ph. 332, cf. E.Hipp. 1033 ;Ζεύς.. με λυπήσει πέρα Ar.Av. 1246
;π. ματεύειν S.OC 211
(lyr.);μέλεα καὶ π. παθεῖν E.El. 1187
(lyr.);οἵ τοι π. στέρξαντες οἵδε καὶ π. μισοῦσιν Trag.Adesp.78
; τὸ π. Arr.Fr.123J.; but π. is f.l. in S.OC 1745 (lyr.).2 c. gen., more than, beyond, exceeding, π. δίκης, καιροῦ π., A.Pr.30, 507; τοῦ εἰκότος π. S.OT74;π. τῶν νῦν εἰρημένων Id.OC 257
;π. τῶν νόμων Id.El. 1506
;π. τοῦ προσήκοντος Antipho 5.1
;π. ὧν προσεδεχόμεθα Th.2.64
; π. τοῦ δέοντος, π. τοῦ μετρίου, Pl.Grg. 487d, Ti. 65d ;π. τοῦ μεγίστου φόβου Id.Phlb. 12c
; θαυμάτων π. more than marvels, E.Hec. 714 ;δεινὸν καὶ π. δεινοῦ D.45.73
; π. μεδίμνου more than a medimnus, Is.10.10; ἐλπίδος π. Plu.Sull.11.b abs., more, further, οὐδὲν ἐρρήθη π. E.IT91 ; ἄπιστα καὶ π. κλύων things incredible, and more than that, Ar.Av. 417 ; πᾶν τολμήσασα καὶ π. S.Fr. 189.IV above, higher than, τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας π. ib. 666 ; π. ἀνθρώπου, π. τέχνης, Philostr. Her.18.1, 19.4.—In all senses πέρα may stand either before or after the gen., but commonly before.—[comp] Comp. περαίτερος, α, ον, Adv. περαίτερον and - τέρω (qq. v.); cf. sq.------------------------------------πέρα (B), ἡ,A = ἡ περαία, (περαῖος), the land on the other side. ἐκ πέρας Ναυπακτίας A.Supp. 262 ;Χαλκίδος πέραν ἔχων Id.Ag. 190
(lyr.):—hence [full] πέρανδε, to a foreign city, SIG 56.13 (Argos, V B.C.). -
4 πέρᾱ
πέρᾱ, darüber hinaus, über einen gewissen Raum hinaus, weiter; ϑρασεῖα καὶ πέρα δίκης ἄρχω, über das Recht hinaus; τοῠ γὰρ εἰκότος πέρα ἄπεστι πλείω τοῠ καϑήκοντος χρόνου, = anders als wahrscheinlich, wider Erwarten; von der Zeit, οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν, nicht länger; ἤδη δὲ πέρα μεσούσης τῆς ἡμέρας, über Mittag hinaus. Übertr., über ein gewisses Maß hinaus; ὃς τῶν ἐμῶν ἐχϑρῶν μ' ἔνερϑεν ὄντ' ἀνέστησας πέρα, du hast mich über meine Feinde erhoben, der ich ihnen unterlag; daher = übermäßig; ἄπιστα καὶ πέρα κλύειν, was über das Hören hinausgeht, mehr als man je gehört hat; πέρα ἀνϑρώπ ου, über den Menschen hinaus, über seine Kraft -
5 περα
Iἥ Aesch. = περαία См. περαιαIIи πέρᾳ adv. (compar. περαίτερον и περαιτέρω)1) дальше, больше, свышеμέχρι τοῦ μέσου, π. δ΄ οὔ Plat. — до середины, но не дальше;
οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν τέν πόλιν Xen. — (лакедемоняне) прекратили осаду города;οὐκέτ΄ ἂν π. ἀκούσαις ἐμοῦ λέγοντος Plat. — больше ты от меня ничего не услышишь;φράσῃς μοι μέ π. Soph. — не говори мне больше ничего;Ζεὺς εἴ με λυπήσει π. Arph. — если Зевс и впредь будет меня мучить;ἄπιστα καὴ π. Arph. — вещи невероятные и (даже) более того2) чрезвычайно, крайнеπ. παθεῖν Eur. — жестоко страдать;
οἵ τοι π. στέρξαντες, οἱ δὲ καὴ π. μισοῦσιν Arst. — кто сильно любит, тот сильно и ненавидитἈτλαντικῶν π. ὅρων Eur. — за атлантические пределы;
π. μεσούσης τῆς ἡμέρας Xen. — после полудня;π. μεδίμνου Isocr. — свыше медимна;τῶν πεντήκοντα π. γεγονότες Plat. — люди старше пятидесяти лет;π. τοῦ δέοντος Plat. — больше, чем нужно;τοῦ εἰκότος π. Soph. — больше обычного;π. τοῦ μεγίστου φόβου Plat. — с необычайным благоговением (досл. страхом) -
6 προσήκω
προσήκω (written προσhεκ-, i.e. προσἡκ-, IG12.57.15), [dialect] Dor. [full] ποθήκω GDI2151, al. (Delph.), hyperdor. [full] ποθάκω Diotog. ap. Stob. 4.1.133:—A to have come, be at hand, be present,χρεία προσήκει A.Pers. 143
(anap.);ὡς φίλοι προσήκετε S.Ph. 229
, cf. OC35, El. 1142; ; π. ὄχθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν reach to the river, X.An.4.3.23;τοῦ πρὸς ταῦτα -ήκοντος θεάτρου Id.HG7.4.31
.II metaph., belong to, ; τῷ γὰρ προσήκει.. τόδε; whom does this concern? Id.El. 909; Πενθεῖ δὲ τί μέρος.. προσῆκε; E.Ba. 1301;νομίσας ἑορτὴν ἑαυτῷ τι προσήκειν Th.1.126
;τῇ βασιλείᾳ π. οὐ ῥᾳδιουργία, ἀλλὰ καλοκἀγαθία X.Ages.11.6
, cf. Pl.R. 443a;ὅσα τριήρεσιν προσήκει Id.Criti. 117d
, etc.; γεωργίᾳ, ναυτιλίᾳ π., appertain to.., Id.R. 527d: sts. folld. byπρός, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο π. τὸ πάθος Hdt.8.100
, cf. D.C. 58.27.b of persons, belong to, be related to (cf. infr. 111.3), τινι E.IT 550; Τηρεῖ·.. ὁ Τήρης οὗτος οὐδὲν π. Th.2.29; αὐτῇ π. Φειδίας is concerned with her, Ar. Pax 616;προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Th.6.84
;π. γένει Ar.Ra. 698
: c. inf., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε we do not belong to them to punish, i.e. it is not for them to punish us, E.Or. 771 (troch.).2 impers., it belongs to, concerns, freq. with neg. and gen. rei (with περί c. gen., Phld.Rh.1.202 S.), οὐδέν μοι π. τῆς αἰτίας ταύτης I have nothing to do with.., Antipho 6.33, cf. X.An.3.1.31, Cyr.8.1.37;ἐμοὶ οὐδαμόθεν π. τούτου τοῦ πράγματος And.4.34
;οὐδ' ὁτιοῦν π. ἑαυτοῖς οὐδενὸς τῶν Ἁγνίου D.43.20
, cf. 35.33; so with a question, τί οὖν π. δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων; Ar.Av. 969, cf. X.Mem.4.5.10, etc.; προσήκει [τισὶ] οἰκείου τινὸς ἀγαθοῦ they possess a peculiar excellence, Dam.Pr.34.b c. dat. pers. et inf., it belongs to, beseems,οἷς προσῆκε πενθῆσαι A.Ch. 173
; ; ;ἀγαθοῖς ὑμῖν π. εἶναι X. An.3.2.11
, cf. Pl.Phdr. 233a; cf. infr. 111.4: c.acc. pers., οὔ σε προσήκει.. λέγειν' tis not meet that thou.., A.Ag. 1551 (anap.), cf. E.Or. 1071, Pl.Grg. 491d, X.An.3.2.15 (the [tense] impf. προσῆκεν is said to be used for προσήκει in 7.7.18, Eq.12.14: [dialect] Att. usage, acc. to Thom.Mag.p.287 R.): sts. the two constructions are combined,προσήκει τοῖς μὲν ἄλλοις.. στέργειν, σὲ δὲ.. νομίζειν Isoc.5.127
: sts. the inf. is supplied, ἑκάστῳ (v.l. ἕκαστος)ἀπολοφυράμενοι ὃν π. [ἀπολοφύρασθαι] ἄπιτε Th.2.46
;ἐγὼ δὲ πάνθ' ὅσα π. τὸν ἀγαθὸν πολίτην [πράττειν] ἔπραττον D.18.180
, cf. 23.164, Isoc.15.119, X.Mem.2.1.32.III freq. in Part. as Adj.,1 belonging to one,αἰτία οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσα D.21.110
, cf. Antipho 5.2; μηθενὶ μηθὲν ποθήκουσα, of a slave, GDI l.c.: c.gen., ἐν τοῖς τοῦ πράγματος ἑκάστοις προσήκουσιν all that belongs to his business, Pl.Lg. 643b: abs., τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας not his own faults, Antipho 3.2.10; τὰ μὴ π. ([etym.] ἀλλότρια)ἐπικτωμένους Th.4.61
;οἱ π. ξύμμαχοι Id.1.40
, etc.2 befitting, proper, meet, π. ἐγκλήματα ibid., Hyp. Eux.24;ἡ π. σωτηρία Th.6.83
;τὸ π. ἑκάστῳ ἀποδιδόναι Pl.R. 332c
; , cf.Epin. 985d;ἔλεος D.21.196
, etc.: τὰ π. what is fit, seemly, εἰπεῖν περὶ Κύρου τὰ π. X.Cyr.3.3.1; τὰ π. πράττειν to do one's duty, Id.Mem.1.1.12, etc.;τὰ π. ἔργα Id.HG3.4.16
; also τὸ προσῆκον fitness, propriety, ἐκτὸς τοῦ π. E.Heracl. 214; πέρα τοῦ π. Antipho 5.1; μακρότερα τοῦ π. Pl.Cra. 413a; μᾶλλον τοῦ π. Id.Lg. 697c; παρὰ τὸ π. Id.Phlb. 36d, Thphr.Char.17.1; κατὰ τὸ π. Plu.2. 122a; soοὐκ ἐκ προσηκόντων Th.3.67
: c. inf., προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα fit to hear, Pl.R. 496a;λόγοι π. ἀκούειν Id.Lg. 811d
.3 of persons, akin,τὸ ἀνέκαθεν τοῖσι Κυψελίδῃσι ἦν προσήκων Hdt.6.128
, cf. A.Ch. 689;γένει προσήκων βασιλεῖ X.An.1.6.1
;οἱ προσήκοντες γένει E.Med. 1304
, cf. Pl.Lg. 874a; κατὰ γένος, διὰ συγγένειαν, Plu. Thes.19, Cat.Mi.14, etc.;οἱ προσήκοντες τῷ νεκρῷ Hdt.4.14
, cf. X. HG1.7.21, etc.; οἱ προσήκοντές οἱ his relations, Hdt.1.216; alsoοἱ π. τινός Th.1.128
, Lys.18.1, Pl.Ap. 34b;οἱ μάλιστα π. Hdt.3.24
;πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς π. Pl.Ap. 33d
; [dialect] Dor. οἱ ποθίκοντες Orac. ap. D.43.66: hence αἱ προσήκουσαι ἀρεταί hereditary fair fame, Th.4.92.b οὐδὲν προσήκων one who has nothing to do with the matter, Pl.R. 539d; οὐδὲν προσῆκον ἐνίοις though there is no connexion in some cases, Id.Cra. 397b: c. inf., θεὸν.. οὐδὲν προσήκοντ' ἐν γόοις παραστατεῖν having no concern with assisting one in sorrows, A.Ag. 1079; πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας (sc. ὀλιγωρίας τυγχάνειν) Arist.Rh. 1379b12.4 abs. in neut., οὐ προσῆκον though or since it is not fitting, Th.3.40;οὐδὲν π... ἐπιτάσσειν Id.6.82
, cf. 84: without a neg., prob. in Hyp.Dem.Fr.10;ὡς π. αὐτοῖς χρῆσθαι Pl.Tht. 196e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήκω
-
7 Unseasonably
adv.P. ἀκαίρως, ἀπὸ καιροῦ, παρὰ καιρόν, πέρα τοῦ καιροῦ (Dem. 208), V. ἄκαιρα, καιροῦ πέρα.Prematurely: P. and V. πρῴ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unseasonably
-
8 ἐμ-φορέω
ἐμ-φορέω (vgl. ἐμφέρω), 1) in, auf Etwas tragen; Hom. κύμασιν ἐμφορέοντο, Od. 12, 419. 14, 309, sie wurden auf den Wellen einhergetragen, was Ap. Rh. 4, 626 u. Lycophr. 1015 nachahmen. – 2) hineintragen; ἄκρατον, einfüllen, D. Sic. 16, 73; πληγάς τινι, Einem Schläge versetzen, 19, 70; Plut. Ant. 84 u. a. Sp.; auch. ὕβρεις εἴς τινα, Alciphr. 1, 9. – 3) Med. mit aor. pass. (auch ἐνεφορησάμην, D. Sic. 4, 4) im Uebermaaße zu sich nehmen; πέρα τοῠ καλῶς ἔχοντος ἐμφ. τοῠ ἀκράτου Luc. D. D. 18, 2, vgl. Nigr. 25; oft Plut.; mit dem acc., D. Sic. 4, 4; πολλά, Ath. X, 416 a. Uebertr., τοῠ μαντηΐου, sich des Orakels zur Genüge bedienen, Her. 1, 55; τῆς ἐξουσίας, einen unmäßigen Gebrauch davon machen, Plut. Cic. 19; öfter Sp.
-
9 μέτριος
I of Size, μ. ἄνδρες men of average height, Hdt.2.32; μ. πῆχυς the common cubit, Id.1.178; ἰσχὰς μ. a fair-sized fig, Diocl.Fr.140; of Time, μ. μῆκος λόγων the proper length of speech, Pl.Prt. 338b; μ. χρόνος ἀκμῆς a fair average time of maturity, Id.R. 460e.II of Number, [ἱππεῖς] μ. a reasonable number of.., X. Cyr.2.4.14.III mostly of Degree, moderate, ;μ. νῦν ἔπος εὔχου A.Supp. 1059
(lyr.);μ. χάρις E.IA 554
(lyr.);σῖτος -ώτατος X.Lac.1.3
; τὸ μ. the mean, S.OC 1212 (lyr.), cf. Pl.Lg. 719e, Plt. 284e;ὁμολογεῖται τὸ μ. ἄριστον καὶ τὸ μέσον Arist.Pol. 1295b4
;περαιτέρω τοῦ μ. X.Mem.3.13.5
;πέρα τοῦ μ. Thphr.CP6.1.4
;ἐνδοτέρω τοῦ μ. Plu.2.656f
;τὰ μ. E.Med. 125
(anap.);εἴη γ' ἐμοὶ μέτρια Id. Ion 632
;τὰ μ. κεκτῆσθαι X.Mem.2.6.22
;μ. καὶ δίκαια Ar.Nu. 1137
; μ. φιλία a friendship not too great, E.Hipp. 253 (anap.);μετρίων λέκτρων μετρίων δὲ γάμων.. κῦρσαι θνητοῖσιν ἄριστον Id.Fr. 503
(anap.); μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι simple dress, Th.1.6; μετρία φυλακῇ not in strict custody, Id.4.30;βίος μ. καὶ βέβαιος Pl.R. 466b
; μ. σχῆμα modest apparel, Id.Grg. 511e;μ. οὐσίαν κεκτῆσθαι Arist.Pol. 1292b26
; οἱ μ. respectable people, D.18.10; later, poor,μ. καὶ δυστυχεῖς POxy.120.7
(iv A. D.), etc.: with inf., ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι πιεῖν just sufficient, Pl.Phd. 117b.2 tolerable,οἷς μὴ μ. αἰών S.Ph. 179
(lyr.);ἀπὸ τῶν μ. ἐπ' ἀμήχανον ἄλγος Id.El. 140
(lyr.);μ. ἄχθος E.Alc. 884
(anap.); ; ναύταις μ. χειμὼν φέρειν ib. 688; μετρίων δεομένῳ making a moderate request, Hdt.4.84;τυχεῖν τῶν μετρίων Lys.9.4
; τὰ μ. tolerable terms. Decr. ap. D.18.165;ἐπὶ μετρίοις Th.4.22
; μηδὲν μ. λέγειν nothing tolerably accurate, Pl.Tht. 181b; - ωτάτη ἡ δημοκρατία least intolerable, Arist.Pol. 1289b4, cf. Men.532.17 ([comp] Sup.).3 of Persons, moderate in desires and the like , temperate, Ar.Pl. 245; -ώτεροι ἐς τὰ πολιτικά Th.6.89
;μ. πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg. 816b
;σώφρων καὶ μ. πρὸς τὴν καθ' ἡμέραν δίαιταν Aeschin.3.170
;ἐν τῷ σίτῳ X.Cyr.5.2.17
; of Love, μάκαρες οἳ μ. θεοῦ (sc. Ἀφροδίτης) (lyr.), cf. Fr. 967 (lyr.);εἰ δ' ἦσθα μ. τἄλλα γ' ἡδίστη θεῶν πέφυκας Id.Hel. 1105
; also, moderate, fair, Thgn.615, Pl.R. 396c, etc.; a favourite word in democratic states,μ. καὶ φιλάνθρωπος D.21.185
; σαυτὸν -ώτερον παρέχειν ib.134; μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους mild towards.., Th.1.77.B Adv. μετρίως moderately, within due limits,ἀπηγήσεσθαι Hdt.2.161
; in due measure, neither exaggerating nor depreciating,εἰπεῖν Th.2.35
; ;μ. περὶ αὑτῶν διαλεχθέντες Isoc.12.171
; μ. ἔχειν to be in due proportion, neither too much nor too little, Pl.Tht. 191d; μ. ἔχειν βίου to be moderately well off, Hdt.1.32;μ. φιλοσοφίας ἔχειν Pl.Euthd. 305d
: [comp] Comp. μετριώτερον (infr. 3), also - ωτέρως Arist.HA 587a1: [comp] Sup. - ώτατα Th.6.88, etc.2 enough,μ. κεχόρευται Ar.Nu. 1511
(anap.);μ. πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην εἰρημένα Id.Ec. 969
; moderately, pretty well,ἐν οἰκουμένῃ καὶ μ. πολιτείᾳ Pl.Lg. 936b
;σωφρονοῦσι καὶ μ. D.6.19
; μ. [λέγειν] Men.Pk. 262;ἀποδέξασθαι μ. Pl. Tht. 161b
.3 modestly, temperately, , cf. HF 709;ἀποκρίνασθαι X.An.2.3.20
;μ. βεβιωκώς Lys. 16.3
(but μ. διάγειν to be moderately off, X.Hier.1.8);πενθεῖν μ. Antiph.53.1
;φέρειν Plb.3.85.9
; on fair terms,μ. ξυναλλαγῆναι Th.4.19
, cf. 20: [comp] Comp. - ώτερον, πρός τινας φρονεῖν X.Cyr.4.3.7
.4μ. ἔχειν
to be in 'middling' health,PLips.
108.6 (ii/iii A. D.).II neut. μέτριον and μέτρια as Adv.,μέτριον ἔχειν Pl.Lg. 846c
(sed leg. μέτρον); μέτρια βασανισθείς Id.Sph. 237b
: also with Art.,τὸ μέτριον ἀποκοιμηθῆναι X.Cyr.2.4.26
;τὰ μέτρια διαφέρεσθαι Th.4.19
, cf. 8.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτριος
-
10 ἐπαίρω
ἐπαίρω, [dialect] Ion. and poet. [full] ἐπᾰείρω Hdt.1.204 and always in Hom.: [tense] fut. ἐπᾱρῶ ([var] contr. from ᾰερ-) E.IA 125 (anap.), Supp. 581 (prob. l.), X Mem.3.6.2: [tense] aor. ἐπῆρα, part.Aἐπάρας Hdt.1.87
, etc.: [tense] pf. , Them.Or.8.114b:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπήρθην, part. ἐπαρθείς: <*>lift up and set on, [αὐτὸν] ἀμαξάων ἐπάειρραν lifted and set him upon.., Il.7.426;ὀβελοὺς.. κρατευτάων ἐπάειρας 9.214
.2 lift, raise,κεφαλὴν ἐπαείρας 10.80
;καί μ' ἔπαιρε S.Ph. 889
;ἐπαίρων βλέφαρα Id.OT 1276
codd.;ἐπάειρε δέρην E.Tr.99
(anap.);ἔπαιρε σαυτόν Ar.V. 996
;σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis
l.c.; πάντες ἐπῆραν (sc. τὴν χεῖρα) SIG1109.24;οὐδεὶς ἐπῆρε IG3.1132
;ἐπάρας τὴν φωνήν D.18.291
; ἐπαιρόμενα ἱστία, opp. ὑφιέμενα, Plu.Luc.3:—[voice] Med., με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ didstliftand put me to thy breast, A.R.3.734; [ λόγχην] E.IT 1484;ὅπλ' ἐπαίρεσθαι θεῷ Id.Ba. 789
;ἱστούς Plb.1.61.7
;βακτηρίαν Plu.2.185b
: metaph.,τί.. στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; S.OT 635
; ;κοινὸν ἡ πόλις ἐπήρατο πένθος D.S.34.17
.4 intr., lift up one's leg or rise up, Hdt.2.162; rise from table, Euang.1.10.5 [voice] Pass., swell up, Hp.Liqu.2, Gal.6.264, 18(2).119; ἐπῆρται τοῦτό γε, in mal. part., Ar.Lys. 937;ὁ καυλὸς ἐπαίρεται Hippiatr. 54
.6 Gramm., ἐ. τὴν προσῳδίαν make the accent acute, Sch.Il.11.636.II stir up, excite,πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα.. ἦν Hdt.1.204
;τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων; S.OT 1328
;πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐ. D.16.23
;ἐ. θυμόν τινι E.IA 125
;τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει Id.Heracl. 173
;ἑαυτὸν ἐπίτινι Diog.Oen.64
; urge on,Them.
Or.1.13c; induce, persuade to do, c.inf.,εἰρωτᾶν εἰ οὔτι ἐπαισχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Hdt.1.90
, cf. Isoc.4.108, Aeschin.1.192;ἥτις με γῆμ' ἐπῆρε Ar.Nu.42
, cf. Ra. 1041;ἐ. τινὰ ὥστε.. E.Supp. 581
; ὅστις μ' ἐπάρας ἔργον (sc. πρᾶξαι) Id.Or. 286:—[voice] Pass., to be roused, led on, excited,τῷ μαντηΐῳ Hdt.1.90
, cf. 5.91;τοῖσι δωρήμασι Id.7.38
;τοῖς τῆς πόλεως κακοῖς And.1.37
;ὑπὸ τῆς τύχης Lys.2.10
; πλούτῳ, τιμῇ, Pl.R. 434b, 608b; ;τῇ ἐλπίδι ὡς.. Th.1.81
, cf. Lys.9.21;τοῖς λόγοις Th.4.121
;δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι Id.3.37
(soτὸ ἐπαιρόμενον τοῦ λόγου τῇ δεινότητι Plu.Cic.25
);ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ Th.7.13
;ἐ. ἐς τὸ νεωτερίζειν Id.4.108
;ἐπὶ τὴν βασιλείαν LXX 3 Ki.12
.[24]: c. inf.,ἐπήρθην γράψαι Isoc.5.10
; τῷ or τὸ λέγειν (dub. l.) Pl.Phdr. 232a (but ναυτικῷ προύχειν -όμενοι flattering themselves that they were superior.., Th.1.25): abs., to be excited, on tiptoe, Ar.Nu. 810; and soἙλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Th.2.11
.2 [voice] Pass., also, to be elated at a thing,εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Hdt.5.81
;ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49
, cf. 1.212, 4.130;ἐπὶ πλούτῳ X.Mem.1.2.25
;πρός τι Th.6.11
, 8.2;ἐκ τοῦ γεγονότος προτερήματος Plb.1.29.4
: abs., Th.4.18. -
11 επαιρω
и эп.-ион.-поэт. ἐπ-αείρω (fut. ἐπᾰρῶ, aor. ἐπῆρα, aor. pass. ἐπήρθην - part. ἐπαρθείς)1) поднимать(κεφαλήν Hom.; βλέφαρα Soph.; ὀφρύν Plut.; med. λόγχην Eur.; χεῖρα Arst.; ἱστούς Polyb.; ἱστίον Plut.)
ἔπαιρε σαυτόν Arph. — встань;ἐ. τέν φωνήν Dem. — возвышать голос;ἐπαρθέντος τοῦ ἡλίου Arst. — когда солнце высоко;στάσιν γλώσσης ἐπάρασθαι Soph. — вступить в пререкания;θρασεῖς λόγους ἐπάρασθαί τινι Dem. — выступить против кого-л. с дерзкими речами;ἐ. πόλεμόν τινι Plut. — начинать войну против кого-л.2) превозносить, возвеличивать, прославлять(τὸν πατρῷον οἶκον Xen.; τινὰ πέρα τοῦ καιροῦ Dem.)
3) (подняв) взваливать, класть(ἀμαξάων, sc. τινά Hom.)
4) (sc. ἑαυτόν) (при)подниматься Her.5) побуждать, поощрять(τινὰ ποιεῖν τι Isocr., Aeschin. и εἴς τι Eur.)
τίς σ΄ ἐπῆρε δαιμόνων ; Soph. — какое божество подвигло тебя (на это)?;ἐ. ψυχήν τινι Eur. — придавать духу кому-л., поддерживать бодрость в ком-л.6) возбуждать, pass. быть возбуждаемым, подстрекаемым, движимым(ὑπὸ μισθοῦ Thuc. и μισθῷ Aeschin.; ἐλπίδι τινί Lys.)
ἥ Ἑλλὰς πᾶσα τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Thuc. — вся Эллада была в напряженном ожидании7) внушать гордость, pass. гордиться, кичиться(τινί Her., πρός τι Thuc., ὑπό τινος Lys., ἐπί τινι Xen. и ἔκ τινος Polyb.)
ἐπηρμένος Thuc. — надменный, высокомерный -
12 ἐπισπάω
A draw or drag after one, Hdt.2.121.δ; ἦγ' ἐπισπάσας κόμης by the hair, E.Hel. 116, cf. Tr. 882, Andr. 710:— [voice] Med., X.An.4.7.14:—[voice] Pass., ἐπισπασθῆναι τῇ χειρί with the hand, Th.4.130.2. metaph., bring on, cause,τοσόνδε πλῆθος πημάτων A.Pers. 477
.3. pull to,τὴν θύραν X.HG6.4.36
; cf. ἐπισπαστήρ: ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου being drawn tight, D.24.139.4. attract, gain, win, :—freq. in [voice] Med.,ἐπισπᾶσθαι κέρδος Hdt.3.72
;εὔνοιαν Plb.3.98.9
; (Magn. Mae., ii B.C.);ἔχθραν AP11.340
(Pall.); welcome, Ph.1.384; ἐπισπᾶσθαι πώγωνα get one a beard, Luc.JTr.16; induce,ὕπνον ἐκπώμασιν Lib.Or.56.26
; attract,σίδηρον Phld.Sign.1
.5. draw on, allure, persuade, :—[voice] Med.,ὁ λόγος.. ἂν ἐπισπάσαιτο Th.3.44
, cf. 5.111; ἐ. ἡ πέρδιξ [τὸν θηρεύοντα] Arist.HA 613b19; θάτερον παρεμπῖπτον ἐπεσπάσατο.. τὸ ἕτερον ἐπινόημα induced, provoked, Epicur.Nat. 137 G.: c.inf., induce to do, ἐπισπάσασθαι [ἂν] αὐτοὺς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι he thought it would induce, invite them to make the venture, dub. l. in Th.4.9; ἐπισπᾶσθαί τινα ἐμπλησθῆναιδακρύων τὰ ὄμματα X.Cyr.5.5.10
;ἐ. τοὺσπολεμίους ἐφ' ἑαυτόν Plu.Phil. 18
, cf. Mar.11, 21, 26; but τοὺς πολεμίους εἰς τόπους allure, entice, Plb. 3.110.2, etc.:—[voice] Pass., ἐπισπώμενον εἰς τἀναντία πολλάκις ἅμα though often he is being drawn in opposite directionsatonce, Pl.Lg. 863e; φοβοῦμαι μὴ πάντες.. ἐπισπασθῶσιν πέρα τοῦ συμφέροντος [πολεμῆσαι] D. 5.19; (iii B.C.); ἐπεσπάσθηνφιλονεικεῖν Demetr.Lac.Herc.1055.23F.
6. [voice] Med., absorb, τὰ σιτία- σπᾶται τὴν ὑγρότητα Arist.Pr. 868b30
;τὰ ἐριναστὰ [σῦκα] ἐ. τὸν ὀπόν Thphr.CP2.9.12
; quaff, of a drinker, ἀπνευστὶ ἐ. Gal.15.500, cf. Luc. DDeor.5.4; of infants, suck,γάλα Sor.1.88
; of cupping instruments, Hp.VM22; draw in,πνεῦμα Phld.D.3.13
:—[voice] Pass., of air, to be sucked in, Arist.Pr. 931b22.7. [voice] Med., draw in, call in,Πύρρον Plb.1.6.5
; φυλακὴν καὶ βοήθειαν παρά τινος ib.7.6;μάρτυρας -ᾶται τοὺς μουσικούς Phld.Po.5.1425.8
:—[voice] Pass., to be called in, forced to work,εἴς τι PTeb. 27.4
(ii B.C.).8. in [voice] Pass., of the sea, ἐπισπωμένη βιαιότερον returning with a rush after having retired, Th.3.89.II. overturn: hence proverb., ὅλην τὴν ἅμαξαν ἐπεσπάσω you have `upset the apple-cart', Luc.Pseudol.32.III. [voice] Med., draw the prepuce forward, become as if uncircumcised,μὴ ἐπισπάσθω 1 Ep.Cor.7.18
; of the nurse, ἐπισπάσθωτὴν ἀκροποσθίαν Sor.1.113
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισπάω
-
13 παρ-εκ-φέρω
παρ-εκ-φέρω (s. φέρω), daneben, darüber hinaustragen, u. pass. darüber hinausgetragen werden, -gehen, πέρα τοῠ μέτρου, Plut. cons. Apoll. A.
-
14 πλεονάζω
πλεονάζω, mehrsein, bes. mehralsnöthig, daher überflüssig, übermäßig sein; Ggstz von ἐλλείπω, Tim. Locr. 102 b, wie Isocr. 2, 33 u. Arist. eth. 2, 6; τῇ εὐτυχίᾳ, übermüthig sein, Thuc. 1, 120, dem τῇ κατὰ πόλεμον εὐτυχίᾳ ἐπαίρεσϑαι entsprechend; vgl. noch 2, 35, ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσϑαι, im Ggstz von τάχ' ἄν τι ἐνδεεστέρως νομίσειε δηλοῠσϑαι, übertrieben werden; auch bei Dem. 9, 24 ist ἐπειδὴ πλεονάζειν ἐπεχείρουν καὶ πέρα τοῦ μετρίου τὰ καϑεστηκότα ἐκίνουν vrbdn, wie 39, 14 τοὺς πάνυ δεινοὺς ὅταν πλεονάζωσιν, ἐπίστασϑ' ὑμεῖς κοσμίους ποιεῖν, sich übermüthig erheben, das Maaß überschreiten; sonst wie πλεονεκτεῖν gebraucht, mit dem es Sp. verwechseln; – Pol. 4, 3, 12 vrbdt πλεοναζούσης τῆς παρουσίας τῶν πρεσβευτῶν, als die Gesandten häufiger ankamen; – πλεονάζει μοι τοῠτο, das ist bei mir häufig der Fall, ich habe häufig, Strab. u. Sp.; – πλεονάζειν τινός, Ueberfluß woran haben; auch den Vorzug vor Einem haben, Arist. pol. 1, 5 u. Sp. – Im praes. überbieten, einen höhern Preis fordern, erhalten, Aristid.
-
15 κακο-ζηλία
κακο-ζηλία, ἡ, schlechte, verkehrte Nachahmung; ὑπερβαινόντων τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐπιτεινόντων Luc. Salt. 82; schlechter, verkehrter Eifer, Pol. 10, 25, 10.
-
16 διά-κενος
διά-κενος, ον, 1) ganz leer, hohl; Plat. Tim. 60 e f; τὸ διάκενον, der leere Zwischenraum, Thuc. 5, 71; auch = unbew chte Stelle, 4, 135; Arist. Probl. 23, 8; Luc. sagt διάκενον δεδορκέναι, hohl blicken, von Hungernden u. Kranken, Necyom. 15. – 2) dünn; κίονες, πέρα τοῦ καλοῦ, Plut. Popl. 15; ἕξις, mager, Lyc. 17. – 3) daher = nichtig; ἵνα μὴ διάκενα ᾖ τὰ τῶν νόμων Plat. Legg. VII, 820 e.
-
17 λαγαρός
λαγαρός (vgl. λαγώς u. λαπαρός), hohl eingesunken, schmächtig, im Ggstz des Strassen, Angespannten, Geschwollenen, Hippocr.; γαστήρ, Ar. Eccl. 1167; τὰ κάτωϑεν τῶν κενεώνων λαγαρὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς κενεῶνας, Xen. Cyn. 4, 1 u. öfter; vom Wege, schmal, Cyn. 6, 5, wie κατὰ τὸ λαγαρώτατον, wo es am schmalsten war, Plut. Cam. 25; von Säulen, πέρα τοῦ καλοῦ διάκενοι καὶ λαγαροὶ φανέντες, Plut. Poplic. 15; ποπάνευμα, Philp. 10 (VI, 231), nachher durch ὑπόκενον erkl.; von Kameelen, D. Sic. 2, 54; u. übertr., τὴν πόλιν ἀντὶ λαγαρᾶς καὶ ὑποσόμφου μεστὴν ἐποίησεν ἀγλαΐας, Themist. or. 6 p. 222; – λάπτειν erkl. Ath. VIII, 363 a durch τὸ τὴν τροφὴν πέττειν καὶ κενούμενον λαγαρὸν γίγνεσϑαι; – στίχοι λαγαροί heißen bei den Grammatikern die in der Mitte eine kurze Sylbe statt einer langen haben, in der Mitte zu dünn, schmächtig sind, wie z. B. βῆν εἰς Αἰόλου κλυτὰ δώματα, Od. 10, 60; vgl. Ath. XIV, 632 c; Drac. p. 7, 15. – Adv. λαγαρῶς, Philostr. imagg. 2, 2.
-
18 ἐπ-αίρω
ἐπ-αίρω (vgl. ἐπαείρω), 1) erheben, emporheben, -richten; κρᾶτα Eur. Suppl. 301; ἐμέ, ϑύματα, Soph. Phil. 877 El. 624; σαυτόν, Eur. Ion 727 u. öfter; auch in Prosa, ἐπαρεῖς τὸν πατρῷον οἶκον, zu Ansehen bringen, Xen. Mem. 3, 6, 2; τὴν δεξιάν Eq. 12, 6; auch τὴν φωνήν Dem. 19, 336; τί πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπαίρουσιν; was erheben sie dieselben sin ihren Reden)? 16, 23. In anderen Vrbdgn, wie ἱστία, aufziehen, Ggstz ὑφίημι, Plut. Luc. 3; τὴν τράπεζαν, die Tafel aufheben, Com. Ath. XIV, 641 e 642 b. – 2) übertr., anregen, anreizen, verleiten sein geistiges Erheben, wie wir »überheben« sagen), τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων Soph. O. R. 1328, Schol. ἔπεισε; μ' ἐπάρας ἔργον ἐς ἀνοσιώτατον Eur. Or. 286; τινὰ ὥςτε Suppl. 581; τινὰ ϑερμότερον Antiph. 2 α 7; ἐπῆρε ἡμᾶς ἐξαμαρτάνειν Isocr. 4, 108; ἐπαρεῖ πολλοὺς ἁμαρτάνειν Aesch. 1, 192; oft pass. sich verleiten lassen, ἐπαρϑέντες κιβδήλοισι μαντηΐοισι Her. 5, 91; ἐπαιρόμενος πλούτῳ καὶ πλήϑει Plat. Rep. IV, 434 a; οὔτε τιμῇ ἐπαρϑεὶς οὔτε χρήμασι X, 608 b; τοῖς κακοῖς Andoc. 1, 37; ὑπὸ τῆς τύχης Lys. 2, 10; ἐλπίδι 9, 21; ὑπὸ μεγάλο υ μισϑοῦ Thuc. 7, 13; μισϑῷ Aesch. 1, 137; ἐπήρϑην γράφειν Isocr. 5, 10; Dem. vrbdt ἐπᾶραι καὶ ϑρασεῖς ποιῆσαι 18, 175; mit προάγεσϑαι 298; mit φυσᾶν 59, 38; übh. stolz werden, groß thun, Ar. Nub. 810; Thuc. 4, 18; ἐπηρμένος, hochmüthig, 8, 2 u. Folgde; νίκῃ, auf einen Sieg, Her. 9, 49; ἐπί τινι, Xen. Mem. 1, 2, 25; πρός τι, Thuc. 6, 11; ἔκ τινος, Pol. 1, 29, 4. – 3) Med. sich erheben, wie Her. auch das act. braucht, ἐπάρας ἀπεματάϊσε 2, 162; für sich erheben, στάσιν γλώσσης ἐπάρασϑε Soph. O. R. 635; λόγχην ἐπαίρομαι ξένοις, seine Lanze erheben, Eur. I. T. 1484; ὅπλα ϑεῷ Bacch. 788; πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen anfangen, Plut.; manche Vrbdgn wie im act., z. B. ἱστούς Pol. 1, 61, 7; λόγους Dem. 18, 222.
-
19 παρεκφερω
выносить за пределы (чего-л.)τὸ πέρα τοῦ μέτρου παρεκφέρεσθαι Plut. — утрата (должной) меры, неумеренность
-
20 περατού
περατήςwanderer: masc gen sgπερᾱτοῦ, περατόςnavigable: masc /neut gen sgπερατόωlimit: pres imperat mp 2nd sgπερατόωlimit: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
πέρα — ΝΑ επίρρ. 1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.) 2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.) β)… … Dictionary of Greek
Πέρα Βάχλια — Ορεινός οικισμός (... κάτ., υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται στην κοινότητα Βάχλιας … Dictionary of Greek
Πέρα Μέλανα — Κοινότητα (κάτ., υψόμ. 260 μ.). Βρίσκεται στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας … Dictionary of Greek
Πέρα Νεβρόπολη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου … Dictionary of Greek
Πέρα Σκάφη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σκάφης … Dictionary of Greek
Πέρα Τριοβάσαλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 130 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Μήλου … Dictionary of Greek
Τιρέν, Aνρί ντε Λατούρ, υποκόμης του- — (Turenne, 1611 – 1675). Στρατάρχης της Γαλλίας. Ήταν δευτερότοκος γιος του δούκα Ερρίκου του Μπουγιόν, πρίγκιπας του Σεντάν και της Ελισάβετ του Νασάου. Αρχικά πολέμησε στο πλευρό των πριγκίπων του Νασάου (1625 29) και στη συνέχεια τέθηκε στη… … Dictionary of Greek
Διονύσου, θέατρο του- — Αρχαίο θέατρο της Αθήνας, στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης. Το θέατρο αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1838. Σήμερα διασώζονται τα κύρια αρχιτεκτονικά του στοιχεία, όπως η ορχήστρα, το κοίλο και η σκηνή. Οι πληροφορίες σχετικά … Dictionary of Greek
ευστάθεια του πυρήνα — Κατάσταση του ατομικού πυρήνα που εξαρτάται από το έλλειμμα μάζας και εκφράζεται με τον λόγο μεταξύ του αριθμού των νετρονίων και του αριθμού των πρωτονίων που υπάρχουν σε αυτόν. Σε ένα διάγραμμα των πυρήνων όπου ο αριθμός των πρωτονίων Ζ (ή… … Dictionary of Greek
Λυγία ή Πέρα Πηγάδι — Ακατοίκητη νησίδα του Ιονίου πελάγους, που βρίσκεται κοντά στο νότιο άκρο της ανατολικής ακτής της Ιθάκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθάκης του νομού Κεφαλληνίας … Dictionary of Greek
Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της … Dictionary of Greek